Το φάντασμα του βεστιαρίου

Τ Ο Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Τ Ο Υ Β Ε Σ Τ I Α Ρ Ι Ο Υ 15 τι δίπλα της και τύλιξε απαλά τα χέρια γύρω της. Η Τζόαν της διηγήθηκε τι είχε συμβεί, ότι είχε ακούσει τη φωνή του Γκράισι, και η Βέρα δεν είπε ότι τον είχε ακούσει κι εκείνη, γιατί δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο. Απλώς κράτησε τη μητέρα της αγκαλιά, μουρμουρίζοντας παρηγορητικά λόγια. Έπει­ τα είπε ότι έπρεπε να κατέβει κάτω στο πάρτι, και η Τζόαν δεν το περίμενε αυτό, γιατί η Βέρα τής είχε δώσει νωρίτε­ ρα να καταλάβει ότι ένα πάρτι ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν, αλλά στο κάτω κάτω ήταν η αγρυπνία για τον πατέρα της . Και τώρα έλεγε στη μητέρα της ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω στο νταβαντούρι. Ή, όπως θα έλεγε ο Γκράισι –όπως είπε –, σύνελθε, καλή μου. Βγαίνεις στη σκηνή . Έτσι, κατέβηκαν, και στην κουζίνα μια κοπέλα είπε στην Τζόαν ότι ήξερε πώς ένιωθε, επειδή είχε επίσης χάσει τον σύζυγό της. – Πότε; ρώτησε η Τζόαν. – Έκλεισα δεκαεφτά χρόνια, καλή μου, τα περασμένα Χριστούγεννα. – Αποκλείεται ν’ αντέξω τόσο, δήλωσε η Τζόαν. Ύστερα ρώτησε τη γυναίκα αν της έλειπε ακόμη. – Ναι, καλή μου, πολύ. Ζυγώνοντας περισσότερο, συ­ μπλήρωσε: Δεν του ’χω πει ακόμη ότι μπορεί να φύγει. Έσφιξε τον αγκώνα της Τζόαν, όλο ταλκ και χαχανητό και ναφθαλίνη και τζιν, και είπε ότι δεν είχε τελειώσει μαζί του. Η Τζόαν σκέφτηκε: Να τελειώσει μαζί του; Ούτε η ίδια θα τέλειωνε, όχι ώσπου να πέθαινε κι εκείνη, και οι δυο τους, αυτή και ο Γκράισι, να ήταν μονάχα κουκκίδες φωτός

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=