Το φάντασμα του βεστιαρίου
P A T R I C K M c G R A T H 14 του πράγματος –για την ακρίβεια, να είναι οι πρωταγωνί στριες–, η Τζόαν πρωτάκουσε, σιγανή, εύθυμη, αλλά αναμ- φίβολα δική του, τη φωνή του συζύγου της. – Σύνελθε τώρα, καλή μου. Βγαίνεις στη σκηνή. Όταν έφτασε στην κουζίνα, της έδωσαν ένα μεγάλο ποτή ρι τζιν, όμως ένιωθε σαστισμένη, σχεδόν διαλυμένη, έχο ντας ακούσει τη φωνή του Γκράισι, και ήθελε κι άλλο. Λαχταρούσε να τον ακούσει ξανά, αυτό που ήθελε στην πραγματικότητα ήταν να κουβεντιάσουν , κι έτσι βγήκε από την κουζίνα και ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα του Τζού λιους και της Βέρας. Κάθισε στο κρεβάτι, αλλά δεν άκουσε τίποτα. Σιωπή. Τον ικέτεψε να μιλήσει ξανά. Μπορούσε να ακούσει τις φωνές και τα γέλια των δεκάδων ανθρώπων που ήταν μαζεμένοι κάτω, όμως όχι του Γκράισι. Για πρώ τη φορά μετά τον θάνατό του ένιωσε τον εαυτό της έτοιμο να σπάσει σαν ξερό κλαδί μες στον χειμώνα, μας είπε αρ γότερα. Έκλαιγε τώρα, από απογοήτευση όσο και από θλί ψη. Δεν πρόσεξε ότι έτρεμε ολόκληρη, ώσπου η πόρτα άρχισε ν’ ανοίγει αργά. Στράφηκε παγωμένη, ριζωμένη στο κρεβάτι, περιμένοντας ούτε που ήξερε τι… Και μετά ένα κεφάλι πρόβαλε στην πόρτα. Ήταν της Βέρας. – Εδώ είσαι λοιπόν. Αχ, Θεέ μου, μαμά, έχεις παγώσει! Το θέαμα που παρουσίαζε ήταν θλιβερό, φανταζόταν, όπως έτρεμε και έκλαιγε στο κρεβάτι, και μίσησε τη Βέρα που την έβλεπε έτσι. Στην πραγματικότητα, η Βέρα είχε δει ελάχιστες φορές τη μητέρα της να κλαίει, και την πα ρατηρούσε με κάποια περιέργεια τώρα. Κάθισε στο κρεβά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=