Το φαντασματάκι της κλειδαρότρυπας

13 Και τότε εμφανίστηκε ένα φως, λες και η κλειδαριά φύσηξε μια φωτεινή τσιχλόφουσκα και σχημάτισε μία λαμπερή φούσκα, που άρ- χισε να βγαίνει αργά από την κλειδαρότρυπα και μεγάλωνε ολοένα. Στην αρχή έμοιαζε με λευκό ρεβίθι, έπειτα έγινε μπαλάκι του τένις, στη συνέχεια πορτοκάλι. Μετά πήρε ένα μακρόστενο σχήμα, απο- κολλήθηκε απαλά από την πόρτα και αιωρήθηκε προς το μέρος του Πάουλ. Ο Πάουλ κράτησε την αναπνοή του και κοίταζε βουβός. Το πλάσμα είχε μεγαλώσει, ήταν περίπου σαν το παγούρι που έπαιρνε μαζί του στο σχολείο. Ή σαν τον λούτρινο τίγρη του. Είχε στόμα και μεγάλα μάτια και το υπόλοιπο σώμα του ήταν μια λευκή λάμψη. «Κα- λημέρα» είπε. «Ω! Εμμ... Βασικά είναι απόγευμα, έχει πάει πέντε» είπε ο Πάουλ «όπου να ’ναι θα φάμε για βράδυ». «Α, ναι;» είπε το πλασματάκι. «Και πότε τρώμε για πρωί;» «Το πρωί προφανώς» είπε ο Πάουλ. «Μόλις ξυπνήσουμε τρώμε “πρωινό”». Το λευκό πλάσμα έμεινε για λίγο σκεφτικό, έπειτα είπε: «Μα αφού τώρα ξύπνησα. Γιατί μου λες ότι είναι αργά;». «Γιατί κανονικά ξυπνάμε το πρωί. Με την ανατολή του ήλιου. Και όταν νυχτώσει, πάμε στο κρεβάτι μας». «Ώστε έτσι» είπε το περίεργο πλάσμα. «Ο ήλιος…μάλιστα». Έπει- τα άρχισε να κατεβαίνει αργά προς το πάτωμα. «Οπ» έκανε «οοοπ, όοοπα». Έμοιαζε να έχει χέρια. Ή φτερά. Κούνησε τα απροσδιόριστα αυτά μέλη στον αέρα, αλλά δεν κατάφερε τίποτα και συνέχισε να κινείται προς τα κάτω, ώσπου προσγειώθηκε στο πάτωμα. Ο Πάουλ γονάτισε δίπλα του. «Να σε βοηθήσω;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=