Το φαντασματάκι της κλειδαρότρυπας
12 κοίταξε μέσα στο διαμέρισμα. Δεν είδε παρά τον άδειο, μακρύ διά- δρομο. Παραδίπλα δύο μισογεμάτες βαλίτσες με τα πράγματα των διακοπών και στο τέλος του διαδρόμου η ομπρέλα θαλάσσης και το φουσκωτό στρώμα, ακουμπισμένα στη βιβλιοθήκη. Επικρατούσε ησυχία. Αλλά για μισό λεπτό! Τι ήταν αυτό εκεί; Ο Πάουλ τρόμαξε. Εκεί, αριστερά, μέσα στο σκοτάδι. Είδε κάτι να κινείται. Κάτι άσπρο. Μέσα στην κλειδαρότρυπα! Ο Πάουλ τραβήχτηκε. Έμεινε ακίνητος μπροστά στην πόρτα, κράτησε την ανάσα του και αφουγκράστηκε. Δεν ήταν σίγουρος, αλλά του φάνηκε πως κάποιος ανέπνεε. Μέσα στην πόρτα. «Είναι κανείς εκεί;» ρώτησε. «Α μπα» είπε η φωνή. «Κανένας απολύτως». Κανονικά ο Πάουλ θα είχε τρομοκρατηθεί, αλλά η φωνή ακουγό- ταν τόσο ψιλή και αγχωμένη, που ο ίδιος ξεαγχώθηκε. Εντάξει, όχι εντελώς, αλλά αρκετά. Ρώτησε διστακτικά: «Σίγουρα δεν είναι κανείς;». «Ναι, ναι» είπε η φωνή «κανένας απολύτως. Σ’ το λέω με σιγουριά, δεν είν’ κανείς στην κλειδαριά». «Αυτός ο Κανένας όμως μπορεί και μιλάει» είπε ο Πάουλ. «Δε μιλάει ο Κανένας. Μάλλον θα ήταν ο αέρας». «Μα ο αέρας δε μιλάει» είπε ο Πάουλ. «Μα ούτε κι εγώ» είπε η φωνή. «Κι αφού εγώ δεν είμαι Κανένας, θα σ’ το πω με σιγουριά: Δεν είν’ κανείς στην κλειδαριά!» «Καλά, αλλά θα βγεις τώρα;» ρώτησε ο Πάουλ. «Όχι» είπε η φωνή και έπειτα πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Φοβά- μαι λιγάκι». «Δεν πρόκειται να σε πειράξω» είπε οΠάουλ. «Έχεις τον λόγο μου».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=