Το φαντασματάκι της κλειδαρότρυπας

17 κινήθηκε προς την πόρτα. Ξαφνικά άρχισε να μικραίνει ολοένα και εξαφανίστηκε, λες και η κλειδαριά το είχε ρουφήξει. Σε δύο δευτερό- λεπτα είχε γίνει άφαντο. Ένα φως έλαμψε στιγμιαία στην κλειδαρό- τρυπα και μετά όλα σκοτείνιασαν. «Γεια σου, Πάουλ». Ο μπαμπάς του Πάουλ είχε γυρίσει από το γραφείο. Φορούσε το κουστούμι του όπως πάντα και φαινόταν πολύ κουρασμένος. «Γεια, μπαμπά» είπε ο Πάουλ που ήταν ακόμη καθισμένος μπρο- στά στην πόρτα. «Σχόλασες νωρίτερα σήμερα;» ρώτησε. Ήταν απόγευμα – ενώ κανονικά ο μπαμπάς επέστρεφε αργά το βράδυ. Αντί για απάντηση, ο μπαμπάς ρώτησε: «Γιατί κάθεσαι στη σκάλα;». «Ε... εγώ... Έχω ξεχάσει τα κλειδιά στο σπίτι». «Τόσες φορές σ’ το έχω πει» είπε ο μπαμπάς ενώ έψαχνε στην τσά- ντα του για τα κλειδιά. «Πριν φύγουμε από το σπίτι, ελέγχουμε ότι πήραμε μαζί τα αναγκαία. Κλειδιά, λεφτά και...» «Ναι, ναι» είπε ο Πάουλ και πετάχτηκε όρθιος. «Ξέρω. Κλειδιά, λε- φτά και σχολική τσάντα. Και τώρα, για δώσε τα κλειδιά ν’ ανοίξω». «Έλα» είπε ο μπαμπάς και του έδωσε το κλειδί. Ο Πάουλ κρυφοκοίταξε φευγαλέα στην κλειδαρότρυπα, ψιθύρισε ένα «πρόσεχε» και έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά. «Τι είπες;» ρώτησε ο μπαμπάς. «Τίποτα, τίποτα» είπε ο Πάουλ. Έπειτα ψιθύρισε: «Θα γυρίσω το κλειδί, πρόσεχε». «Όλα καλά, αγόρι μου;» ρώτησε ο μπαμπάς, απορημένος με το μουρμουρητό του Πάουλ μπροστά στην πόρτα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=