Το φαντασματάκι της κλειδαρότρυπας

16 «Να πάρει η ευχή! Ζίπελ-ζιπ-ζιπ-ζιπ! Ξέχασα το όνομά μου!» «Ζίπελ!» φώναξε ο Πάουλ. «Τι;» είπε το φαντασματάκι. «Ζίπελ» είπε ο Πάουλ. «Σε λένε Ζίπελ». «Μη μου πεις! Κι εσύ πώς το ξέρεις;» «Δεν το ξέρω, αλλά σου ταιριάζει σαν όνομα». «Αλήθεια;» Το φαντασματάκι έμεινε λίγο σκεφτικό. «Ζίπελ, μάλι- στα. Είναι όμως αρκετά μεγαλοπρεπές και ισχυρό και τρομαχτικό;» «Ε... κοίτα…» είπε ο Πάουλ «πιστεύω είναι ό,τι πρέπει για ένα τόσο...». Για ένα τόσο μικρό φάντασμα, πήγε να πει ο Πάουλ, αλλά το ξανα- σκέφτηκε: «...για ένα φάντασμα που ζει σε κλειδαρότρυπα». «Ωραία, τέλεια. Αυτό ακριβώς είμαι, ένα φάντασμα που ζει σε κλει- δαρότρυπα. Οπότε θα με λέμε Ζίπ...» Ο Ζίπελ σταμάτησε απότομα. «Σσσς! Κάποιος έρχεται». Και πράγματι, στην είσοδο άναψε ένα φως και αμέσως μετά ακού- στηκαν βήματα. Έπειτα η σκάλα έτριξε. «Οχ, οχ, πρέπει να είναι κάποιος ελήνικας». «Κάποιος τι;» «Κάποιος ελήνικας». «Μήπως εννοείς “ενήλικας”;» ρώτησε ο Πάουλ. «Αυτό είπα κι εγώ. Καλά, δεν ακούς;» «Και τους φοβάσαι τους ενήλικες;» «Α, ναι, και βέβαια! Οι ελήνικες είναι κακοί. Όλοι τους. Γι’ αυτό, μη με μαρτυρήσεις, σε παρακαλώ. Εντάξει;» «Έχεις τον λόγο μου» είπε ο Πάουλ. Το φαντασματάκι διέτρεξε τον αέρα σαν μία δέσμη φωτός και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=