Το εξπρές των αρουραίων

H A R A L D G I L B E R S 12 «Κοντεύουμε» είπε ο Βέντσελ φυσώντας ένα σύννεφο γαλά­ ζιου καπνού. Ο Οπενχάιμερ μουρμούρισε καταφατικά. Νυσταγ­ μένος ακόμη, έγειρε το κεφάλι πίσω και κοίταζε σαν υπνωτισμέ­ νος τις προσόψεις των σπιτιών να χάνονται από τα μάτια του. Ίσως να κατάφερνε σ’ αυτά τα τελευταία μέτρα της διαδρομής να συνέλθει κάπως. Έλεγαν ότι όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο λιγότερο ύπνο χρειαζόταν ο άνθρωπος. Ο Οπενχάιμερ ήταν μάλ­ λον η εξαίρεση στον κανόνα. Κόντευε τα πενήντα τώρα, και οι ανάγκες του για περισσότερη ανάπαυση στα ενδιάμεσα διαστή­ ματα ήταν μεγαλύτερες απ’ ό,τι πριν. Ο Βέντσελ αντίθετα, στα τριάντα του, δεν είχε κανένα πρόβλημα να μείνει όλη τη νύχτα ξάγρυπνος. Κι όμως έδειχνε πιο μεγάλος απ’ όσο ήταν. Το δέρμα του ήταν γκρίζο σαν τη στάχτη του τσιγάρου του. Τα βιώματα του πολέμου και η κακή διατροφή είχαν χαραχτεί βαθιά στο πρόσωπό του. Όπως πάντα, ένα αναμμένο τσιγάρο ήταν κολλημένο στη γωνιά του στόματός του. Ο Οπενχάιμερ δεν μπορούσε να κατα­ λάβει γιατί κάπνιζαν τόσοι άνθρωποι. Ήταν μάλιστα απορίας άξιο πώς τώρα περισσότεροι Βερολινέζοι από πριν υπέκυπταν στη γοητεία του καπνού παρόλο που οι τιμές των καπνικών προϊό­ ντων είχαν εκτιναχτεί στα ύψη. Η ποσότητα που μοίραζε το κρά­ τος με κουπόνια ήταν αισθητά περιορισμένη. Κάθε ενήλικος άντρας δικαιούνταν δώδεκα τσιγάρα τον μήνα – οι γυναίκες τη μισή ποσότητα. Ο Βέντσελ δεν θα την έβγαζε ούτε μισή μέρα μ’ αυτές τις ισχνές μερίδες. Τα ρούχα του Βέντσελ που έπλεαν πάνω του σε άφηναν να μαντέψεις ότι ήταν κοκαλιάρης. Όπως όλοι οι φανατικοί καπνι­ στές, θα άλλαζε μάλλον στη μαύρη αγορά τα κουπόνια τροφίμων με τσιγάρα, κι έτσι δεν του έμεναν και πολλά για φαγητό. Προ­ σπαθούσε όμως να τα φέρνει βόλτα καπνίζοντας μόνο τη ρωσική μάρκα Ντρουγκ, η οποία με κόστος δύο μάρκα το τσιγάρο ήταν φτηνότερη κατά δύο τρίτα από τα παράνομα εισαγόμενα αμερι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=