Το εξπρές των αρουραίων

Τ Ο Ε Ξ Π Ρ Ε Σ Τ Ω Ν Α Ρ Ο Υ Ρ Α Ι Ω Ν 15 γρήγορα και μουρμούρισε: «Ήρθε επιτέλους το καταραμένο το ασθενοφόρο;». «Όχι ακόμη» απάντησε ο Οπενχάιμερ. Καθώς δεν ήταν σίγου­ ρος αν επρόκειτο για τον γιατρό, ψιθύρισε στον αστυνομικό δίπλα του: «Δεν είναι ο ιατροδικαστής, σωστά;». «Είναι ένας γιατρός από δίπλα» απάντησε ο αστυνομικός. «Τον έφεραν οι γείτονες». Ο Οπενχάιμερ κατένευσε και πλησίασε τον άλλον άντρα, τον οποίο δεν θα μπορούσε πια να τον βοηθήσει κανένας γιατρός. Ο νεκρός ήταν πεσμένος στο πλάι πάνω σ’ ένα τσαλακωμένο σεντόνι. Το ύφασμα ήταν βαμμένο κόκκινο από το αίμα του. Ο άντρας φορούσε μια φθαρμένη στρατιωτική στολή. Σε μερικά σημεία κρέμονταν κλωστές, τα τελευταία ίχνη από τα απαγορευ­ μένα πλέον διακριτικά, τα οποία είχαν προφανώς ξηλωθεί. «Τι συνέβη;» ρώτησε ο Οπενχάιμερ χαμηλόφωνα. Ο αστυνομικός ένευσε προς το μέρος του πληγωμένου άντρα στον καναπέ. «Αυτός εκεί είναι ο κύριος Χίντσε. Η γυναίκα του ισχυρίζεται ότι βρήκαν στο διαμέρισμά τους έναν διαρρήκτη. Ήταν οπλισμένος με μαχαίρι. Όταν εκείνος κατάλαβε ότι τον έπιασαν στα πράσα, όρμησε στον κύριο Χίντσε. Από τη συμπλο­ κή που ακολούθησε, ο σύζυγος τραυματίστηκε βαριά και ο διαρ­ ρήκτης δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα». «Δηλαδή βρισκόταν σε άμυνα;» πετάχτηκε ο Βέντσελ. Ο αστυνομικός κατένευσε. «Όλα αυτό δείχνουν. Οι γείτονες άκουσαν τη φασαρία. Εγώ κι ένας συνάδελφος περιπολούσαμε με τα ποδήλατα. Στην Άιχμπους Αλέε ακούσαμε ένα προειδοποιη­ τικό σφύριγμα. Φτάσαμε στον τόπο του εγκλήματος λίγα λεπτά αργότερα». Ο Οπενχάιμερ ρώτησε διστακτικά: «Ποιος σφύριξε; Κάποιος άλλος αστυνομικός;». «Όχι, όχι. Ένας από τους ενοίκους του σπιτιού. Στην πίσω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=