Το δεξί χέρι

24 Μ Α Ν Ω Λ Η Σ Α Ν Δ Ρ Ι Ω Τ Α Κ Η Σ λου είναι αυτή η προσαρμοστικότητά μου το χαρακτη­ ριστικό που με ωθούσε πάντα να πιστεύω ότι ανήκω στην κατηγορία των έξυπνων. Επισκέφθηκα αμέσως το παλιό μου σχολείο στο Θησείο, κάθισα στο παγκάκι όπου σύχναζε η παρέα του λυκείου καπνίζοντας τα πρώτα της τσιγάρα και περπάτησα στους δρόμους της εφη­ βείας μου ως ενήλικας πια. Στάθηκα έξω από το θερινό σινεμά όπου έδωσα το πρώτο φιλί μου και, περνώντας μέσα από τα τυφλά στενά των Πετραλώνων, πιάστηκα αιχμάλωτος της μυρωδιάς μιας απλωμένης μπουγάδας, που με προσγείωσε στο μοσχομυριστό σύμπαν της παι­ δικής μου ηλικίας. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες εκείνης της εποχής, θα τα αφήσω αυτά για μια μελλο­ ντική επίσκεψη σε ψυχαναλυτή. Η μάνα μου είχε έρθει ειδικά για μένα από το χωριό, αλλά έδειχνε κουρασμένη και ανήσυχη. Απόμακρη. Οι χειροτεχνίες δεν έδειχναν να τη βοηθούν ιδιαίτερα. Εκτός της αρχικής της ευδιαθεσίας, δεν είχε κάτι χρήσιμο να μου προσφέρει. Φαγητό δεν μαγείρευε, συζητήσεις δεν έκανε, πρωτοβουλίες δεν έπαιρνε. Με τις λειψές μου γνώσεις στην ανθρώπινη ψυχολογία τής διέγνωσα προ­ χωρημένη κατάθλιψη. Όταν της το είπα, έδειξε έκπληξη, αλλά έπειτα το αρνήθηκε. Την κέρασα φαγητό στο Θε­ ραπευτήριο, επιχειρώντας μάταια να την κάνω να γε­ λάσει με αστεία για τους Γάλλους. Δεν ήταν πια όπως παλιά. Είχε να με δει από το Παρίσι, τέσσερα χρόνια είχαν περάσει, αλλά δεν έδειξε ούτε στιγμή να χαίρεται με την ψυχή της. Αρχικά το έριξα στον εαυτό μου, μετά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=