Το δέρμα

νη η τσικνίλα που, νωρίς το βράδυ, απλώνεται παντού στη Νά- πολη μέσα από τα μπορντέλα, εκείνη η μυρωδιά στην οποία ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, καθώς βάδιζε μια μέρα στην οδό Τολέντο, sombre comme une aisselle, pleine d’une ombre chaude vaguement obscène*, αισθανόταν την parenté immonde de l’amour et de la nourriture**. Όχι, δεν ήταν εκείνη η τσικνίλα που σκεπάζει τη Νάπολη γύρω στο λιόγερμα, τότε που la chair des femmes a l’air bouillie sous la crasse.*** Ήταν μια οσμή με εξαιρετική καθαρότητα κι ελαφράδα: στεγνή, απαλή, διάφα- νη, μια οσμή σκονισμένης θάλασσας, αλμυρής νύχτας, η οσμή από αρχαίο δάσος χάρτινων δέντρων. Λεφούσια από γυναίκες αχτένιστες και φτιασιδωμένες, που είχαν στο κατόπι τους αμέτρητους νέγρους στρατιώτες με ασπριδερά χέρια, ανεβοκατέβαιναν την οδό Τολέντο σκίζοντας το πλήθος με τις διαπεραστικές τσιρίδες τους: « Έι, Τζο! Έι, Τζο!». Στο έμπα των στενών είχαν ακροβολιστεί, η καθεμιά τους όρθια πίσω από την πλάτη μιας καρέκλας, οι δημόσιες κομμώ- τριες, οι «χτενίστρες». Στις καρέκλες, με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι ακουμπισμένο στη ράχη της καρέκλας τους, ή γερτό στο στήθος τους, κάθονταν καλογυμνασμένοι νέγροι με μικρό και στρογγυλό κεφάλι, με κίτρινα λουστρίνια που γυάλιζαν όπως τα πόδια στα επίχρυσα αγάλματα των Αγγέλων στην εκ- κλησία της Αγίας Κιάρας. Οι «χτενίστρες» ούρλιαζαν, φώναζαν η μια την άλλη με παράξενες λαρυγγικές κραυγές, ή τραγουδού- σαν, ή ξελαρυγγιάζονταν καβγαδίζοντας με τις κυράτσες που εί- χαν ξεπροβάλει στα παράθυρα και τα μπαλκόνια όπως σε θεω- ρείο, και την ίδια στιγμή βύθιζαν τη χτένα στα στριφτά, πυκνά μαλλιά των νέγρων, τραβούσαν προς τη μεριά τους τη χτένα χουφτώνοντάς την και με τα δυο τους χέρια, έφτυναν στα δό- [ 20 ] * Σκιερή σαν μασχάλη, γεμάτη από μια σκιά θερμή, απροσδιόριστα αι- σχρή. ** Ακάθαρτη συγγένεια του έρωτα με την τροφή. *** Η σάρκα των γυναικών μοιάζει βραστή κάτω από τη λίγδα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=