Το ασχημόπαπο κι ο γεροπαράξενο (Μικρές καληνύχτες)

Μ ια φορά κι έναν καιρό σε μια γλάστρα, σ’ ένα μπαλκόνι της πόλης μας, βρέθηκε ένα αυγό. Το μπαλκόνι ανήκε στο διαμέ- ρισμα ενός άντρα. Το αυγό δεν ήξερε κα- νείς σε ποιον ανήκε. Ήταν γκρίζο κι αρκε- τά μεγάλο. Ο άντρας ήταν κι αυτός μεγά- λος και κάποιοι έλεγαν πως ήταν ένας γεροπαράξενος που ζούσε μόνος του και δε συμπαθούσε κανέναν. Ίσως μάλιστα, επειδή ήταν παράξενος, αποφάσισε πως, αφού πουθενά δε φαινό- ταν η μαμά του αυγού, θα το πρόσεχε εκείνος. Δε θα το κλωσούσε βέβαια, επει- δή πιθανότατα το αυγό να γινόταν… ομε- λέτα. Το τύλιξε όμως προσεκτικά σε μια μάλλινη κουβέρτα. Κι από κάτι παλιές κούτες ξέθαψε έναν χνουδωτό ζεστό αρ- κούδο κι έβαλε το αυγό στην αγκαλιά του. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο ήλιος. 5

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=