Το άστρο της αυγής

[ 17 ] από το σκοτάδι υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που εγώ δεν μπορώ να τον δω, δεν μπορώ να τον αγγίξω, να τον γευτώ, να τον νιώσω ή να τρυπήσω αυτό το πέπλο για να γίνω πάλι μέρος του. Είμαι φυλακισμένος στην απομόνωση. Ακούω τώρα τις φωνές. Αλυσίδες και κόκαλα εισχωρούν σιγά σιγά στη φυλακή μου. Μήπως οι φωνές είναι δικές μου; Γελάω με την ιδέα. Βλαστημάω. Μηχανορραφώ. Σκότωσε. Σφάξε. Βγάλε μάτια. Ξέσκισε. Κάψε. Εκλιπαρώ. Παθαίνω παραισθήσεις. Διαπραγματεύομαι. Κλαψουρίζω προσευχές στην Ηώ, ευτυχής που γλίτωσε από μια τέτοια μοίρα. Δεν ακούει. Τραγουδάω παιδικά τραγουδάκια κι απαγγέλλω την Ετοιμοθά- νατη Γη , τον Φανοκόρο , τη Ραμαγιάνα , την Οδύσσεια στα ελληνικά και στα λατινικά, μετά στις νεκρές γλώσσες αραβικά, αγγλικά, κινεζικά και γερμανικά, αντλώντας από τις μνήμες των σταγο­ νοδεδομένων που μου έδινε ο Ματέο όταν ήμουν μόλις μεγαλύ­ τερος από παιδάκι. Ψάχνοντας δύναμη στον πεισματάρη Αργείο που δεν ήθελε παρά να βρει τον δρόμο για την πατρίδα του. Ξεχνάς τι έκανε. Ο Οδυσσέας ήταν ήρωας. Άλωσε τα τείχη της Τροίας με τον Δούρειο Ίππο του. Όπως άλωσα εγώ τους στρατούς των Μπε­ λόνα με τη Σιδερένια Βροχή πάνω από τον Άρη. Και μετά… «Όχι» πετάω κοφτά. «Σιωπή». … οι άντρες μπήκαν στην Τροία. Βρήκαν μητέρες. Βρήκαν παιδιά. Ξέρεις τι έκαναν; «Σκάσε!»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=