Το άστρο της αυγής

[ 20 ] Θα ’πρεπε να ’μαι νεκρός. Μετά τον θάνατο του Λορν, θα μ’ έδιναν στην Οκταβία, έτσι ώστε να μπορέσουν οι Λαξευτές της να με κομματιάσουν για να ανακαλύψουν τα μυστικά τού πώς έγινα Χρυσός. Για να δουν αν θα μπορούσαν να υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμένα. Το Τσακάλι όμως έκανε μια συμφωνία. Με κράτησε για τον εαυτό του. Με βασάνισε στο κτήμα του στην Αττική, ρωτώντας για τους Γιους του Άρη, για τον Λύκο και την οικογένειά μου. Χωρίς ποτέ να μου πει πώς ανακάλυψε το μυστικό μου. Τον ικέτευσα να βάλει τέλος στη ζωή μου. Στο τέλος, μου έδωσε πέτρα. «Όταν τα πάντα έχουν χαθεί, η τιμή απαιτεί θάνατο» μου είπε κάποτε ο Ροκ. «Είναι ευγενές τέλος». Τι ξέρει όμως ένας πλούσιος ποιητής για τον θάνατο; Οι φτωχοί γνωρίζουν τον θάνατο. Οι δούλοι γνωρίζουν τον θάνατο. Αλλά ακόμα και τη στιγμή που τον λαχταρώ, τον φοβάμαι. Επειδή όσο περισσότε­ ρα βλέπω από αυτό τον απάνθρωπο κόσμο τόσο λιγότερο πι­ στεύω πως τελειώνει σε κάποιο ευχάριστο εφεύρημα. Η Κοιλάδα δεν είναι αληθινή. Είναι ένα ψέμα που λένε οι γονείς για να δώσουν στα πεινα­ σμένα παιδιά τους μια δικαιολογία για τη φρίκη. Δεν υπάρχει δικαιολογία. Η Ηώ χάθηκε. Δεν με είδε ποτέ να παλεύω για το όνειρό της. Δεν την ένοιαζε ποια ήταν η τύχη μου στο Ινστιτού­ το ή αν αγαπούσα τη Μάστανγκ, επειδή την ημέρα που πέθανε έγινε τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τούτο τον κόσμο. Είναι η αρχή και το τέλος μας. Η μοναδική μας ευκαιρία για χαρά πριν από το σκοτάδι. Ναι. Αλλά δεν χρειάζεται να τελειώσεις. Μπορείς να ξεφύγεις από αυ- τό το μέρος, μου ψιθυρίζει το σκοτάδι. Πες τα λόγια. Πες τα. Ξέρεις τον τρόπο. Έχει δίκιο. Τα ξέρω. «Το μόνο που πρέπει να πεις είναι “λύγισα” κι όλα αυτά θα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=