Το αστέρι του διαβόλου
Τ Ο Α Σ Τ Ε Ρ Ι Τ Ο Υ Δ Ι Α Β Ο Λ Ο Υ 17 Από τον διάδρομο άκουσε μια βαριά, λαχανιασμένη ανάσα και παπούτσια να πετιούνται. Ο Άντερς μπήκε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. «Λοιπόν;» ρώτησε. «Κεφτεδάκια». «Ναι…;» Η φωνή του κυμάτισε προς το τέλος σχηματίζοντας ένα ερωτηματικό. Η Βίμπεκε έπιασε χοντρικά το νόημα. Πάλι κρέας; Δεν θα έπρεπε να τρώμε συχνότερα ψάρι; «Καλώς» πρόσθεσε άχρωμα ο Άντερς σκύβοντας πάνω από την κατσαρόλα. «Τι έκανες; Είσαι μούσκεμα στον ιδρώτα». «Δεν πήγα καθόλου στο γυμναστήριο σήμερα, γι’ αυτό έκανα μια κούρσα με το ποδήλατο ως το Σόγκνσβαν και πίσω. Τι είναι αυτά μέσα στο νερό;» «Δεν ξέρω» απάντησε η Βίμπεκε. «Κι εγώ μόλις τώρα τα είδα». «Δεν ξέρεις; Εσύ δεν έλεγες ότι είχες δουλέψει μαγείρισσα μια φορά κι έναν καιρό;» Με μια σβέλτη κίνηση ο Άντερς τσίμπησε έναν από τους σβό λους με τον δείκτη και τον αντίχειρά του και δοκίμασε με την άκρη της γλώσσας. Η Βίμπεκε χάζευε αφηρημένα το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Τα αραιά καστανά μαλλιά του, που τόσο πολύ της είχαν αρέσει κάποτε. Πάντα καλοχτενισμένα και στο σωστό μήκος. Και με χωρίστρα στο πλάι. Φαινόταν τόσο καλο στεκούμενος. Ένας άντρας με μέλλον. Αρκετό για δύο. «Τι γεύση έχει;» τον ρώτησε. «Καμία» αποκρίθηκε ο Άντερς σκυμμένος ακόμη πάνω από την κατσαρόλα. «Βρασμένο αυγό». «Αυγό; Μα αφού την έπλυνα την…» Η Βίμπεκε σώπασε απότομα. Ο Άντερς στράφηκε και την κοίταξε. «Τι συμβαίνει;» «Κάτι… στάζει». Έδειξε προς το κεφάλι του. Ο Άντερς έσμιξε τα φρύδια και άγγιξε την κορυφή του κε φαλιού του. Κι ύστερα, με μια κίνηση, τεντώθηκαν και οι δύο
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=