Το αστέρι του διαβόλου
J O N E S B O 16 παραφουσκώνουν. Με τον καιρό θα συνήθιζε και τη μυρωδιά της νικοτίνης στα ρούχα τους. Το άλλο πρωί η Βίμπεκε πήρε την απόφαση. Και όταν έπειτα από αρκετές μέρες ο Άντερς σχολία σε την ώρα του φαγητού ότι είχε καιρό να τη δει με ένα τσιγάρο στο χέρι, του απάντησε ότι ποτέ της δεν ήταν συστηματική κα πνίστρια. Ο Άντερς τής χαμογέλασε, έσκυψε πάνω από το τρα πέζι και τη χάιδεψε στο μάγουλο. «Να σου πω κάτι, Βίμπεκε; Εγώ το ήξερα από την αρχή». Πίσω της άκουγε τώρα το νερό να βράζει. Κοίταξε το τσιγά ρο της. Άλλες τρεις ρουφηξιές. Τράβηξε την πρώτη. Δεν είχε καμία γεύση. Δεν θυμόταν καν πότε είχε ξαναρχίσει το κάπνισμα. Ίσως πέρυσι, περίπου την ίδια εποχή, όταν εκείνος είχε αρχίσει να λείπει μεγάλα διαστήματα για δουλειές. Ή μήπως με τον και νούργιο χρόνο, όταν αυτή άρχισε να δουλεύει υπερωρίες σχεδόν κάθε απόγευμα; Μήπως επειδή ήταν δυστυχισμένη; Ήταν δυ στυχισμένη; Δεν καβγάδιζαν ποτέ. Δεν έκαναν σχεδόν ποτέ έρω τα επίσης, αλλά μόνο επειδή ο Άντερς δούλευε πάρα πολύ. Αυτό της είχε πει αποκλείοντας κάθε άλλη συζήτηση. Όχι ότι της έλει πε ιδιαίτερα. Και όταν, μία στις τόσες, έκαναν, και οι δύο με μισή καρδιά, μια προσπάθεια να το κάνουν, εκείνος ήταν σαν να μην ήταν πραγματικά παρών. Έτσι, κατάλαβε εντέλει ότι δεν χρειαζόταν να είναι ούτε αυτή παρούσα. Καβγάδες, όμως, ποτέ. Του Άντερς δεν του άρεσαν οι φωνές. Η Βίμπεκε κοίταξε το ρολόι του τοίχου: 5:15 μ.μ. Πού ήταν ο Άντερς; Γενικά, την ειδοποιούσε όταν τύχαινε να καθυστερήσει. Έσβησε το τσιγάρο της στο περβάζι, το πέταξε στην πίσω αυλή και γύρισε προς την ηλεκτρική κουζίνα να δει τις πατάτες. Κάρ φωσε με ένα πιρούνι την πιο μεγάλη. Σχεδόν έτοιμη. Κάτι μικροί μαύροι σβόλοι ανεβοκατέβαιναν μαζί με τις φυσαλίδες στην επι φάνεια του νερού. Περίεργο. Να ήταν από τις πατάτες ή από την κατσαρόλα; Προσπαθούσε να θυμηθεί τι είχε βράσει την τελευταία φορά σ’ αυτή την κατσαρόλα όταν ακούστηκε η εξώπορτα να ανοίγει.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=