Το άλικο γράμμα

NATHANIEL HAWTHORNE 18 αφορά τη φυσική όψη της, δηλαδή µε την επίπεδη, µονότονη επιφάνειά της καλυµµένη κυρίως από ξύλινα σπίτια, από τα οποία ελάχιστα ή και κανένα δεν εγείρει αξιώσεις αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, µε την άτακτη δοµή της, που δεν είναι ούτε γραφική ούτε εκκεντρική, αλλά απλώς αδιάφορη, µε τον µακρύ κεντρικό της δρόµο ν’ αργοσέρνεται βαριεστηµένα διασχίζοντας τη χερσόνησο σε όλο το µήκος της, µε τον Λόφο της Αγχόνης και τη Νέα Γουινέα από τη µια άκρη του και µε θέα στο πτωχοκοµείο από την άλλη, µε τέτοια χαρακτηριστικά που διαθέτει η γενέτειρά µου, λοιπόν, θα ήταν εξίσου λογικό να αποκτήσω συναισθηµατικό δεσµό και µε µια ανακατωµένη σκακιέρα. Κι όµως, ενώ οπουδήποτε αλλού έχω υπάρξει ευτυχέστατος, τρέφω ένα αίσθηµα µέσα µου για το παλιό Σάλεµ, το οποίο, ελλείψει καλύτερης λέξης, θα αρκεστώ να αποκαλέσω στοργή. Το αίσθηµα αυτό πιθανόν να συνδέεται µε τις βαθιές και µακραίωνες ρίζες που η οικογένειά µου έχει απλώσει σ’ ετούτα τα χώµατα. Πάνε τώρα δύο αιώνες και ένα τέταρτο του αιώνα που ο αρχικός Βρετανός, ο πρώτος µετανάστης µε το όνοµά µου, εµφανίστηκε στον περιτριγυρισµένο από αγριότοπους και πυκνά δάση οικισµό, ο οποίος στη συνέχεια εξελίχθηκε σε µεγάλη πόλη. Εδώ γεννήθηκαν και πέθαναν οι απόγονοί του, εδώ αναµείχθηκε η επίγεια ύπαρξή τους µε το χώµα· σε σηµείο που µια διόλου αµελητέα µερίδα της πρέπει αναγκαστικά να συγγενεύει µε το θνητό σαρκίο µε το οποίο θα πορεύοµαι, για λίγο διάστηµα ακόµα, στους δρόµους. Συνεπώς, ο συναισθηµατικός δεσµός για τον οποίο µιλάω εν µέρει είναι απλώς η αισθησιακή έλξη της σκόνης

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=