NATHANIEL HAWTHORNE 14 τελευταίο πόλεµο µε την Αγγλία, όταν το Σάλεµ ήταν λιµάνι αυτοδύναµο· όχι έτσι περιφρονηµένο όπως είναι τώρα από τους ίδιους τους εµπόρους του και τους πλοιοκτήτες, που αφήνουν να ρηµάζουν οι αποβάθρες του πηγαίνοντας να ενισχύσουν µε τις επιχειρήσεις τους, χωρίς κανένα λόγο και χωρίς καµιά ουσιαστική διαφορά, τη µεγάλη πληµµύρα του εµπορίου της Νέας Υόρκης ή της Βοστόνης. Ένα τέτοιο πρωινό, όταν τρία ή τέσσερα σκάφη τύχει να καταφθάσουν ταυτόχρονα –συνήθως από την Αφρική ή τη Νότιο Αµερική– ή να είναι έτοιµα να σαλπάρουν κατά εκεί, ακούγεται αδιάκοπα ήχος βηµάτων που ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά τα γρανιτένια σκαλοπάτια. Εδώ, πριν τον καλωσορίσει ακόµη η ίδια του η γυναίκα, µπορείτε να υποδεχτείτε τον αναψοκοκκινισµένο από τη θάλασσα καπετάνιο που µόλις έχει ξεµπαρκάρει, µε τα χαρτιά του καραβιού του παραµάσχαλα µέσα σε ένα µαυρισµένο τσίγκινο κουτί. Να και ο πλοιοκτήτης του, πρόσχαρος ή κατηφής, ευγενικός ή µουτρωµένος, ανάλογα µε το αν τα σχέδιά του για το ταξίδι που έχει πια ολοκληρωθεί έχουν γίνει εµπόρευµα που εύκολα θα µετατραπεί σε χρυσάφι, ή τον έχουν θάψει κάτω από ένα βουνό σαβούρα, από την οποία κανένας δεν θα νοιαστεί να τον απαλλάξει. Εδώ θα δούµε και –το σπέρµα του ρυτιδιασµένου, γκριζογένη και τσακισµένου από τις σκοτούρες εµπόρου– τον ξύπνιο νεαρό υπάλληλο που παίρνει γεύση απ’ τις συναλλαγές, όπως το νεαρό λυκόπουλο απ’ το αίµα, και ήδη στέλνει σε ριψοκίνδυνες περιπέτειες τα πλοία του αφεντικού του, όταν το καλύτερο που θα είχε να κάνει θα ήταν να ρίχνει χάρτινα καραβάκια σε καµιά
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=