Το αγόρι στο θεωρείο

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΣΤΟ ΘΕΩΡΕΙΟ | 13 ή μήπως ήταν επιτέλους η κατάλληλη στιγμή για να τρέ­ ξουμε μακριά της. Η Αρετή, λες και διάβασε τη σκέψη μου ή επειδή απλώς σκεφτόταν κι εκείνη ακριβώς το ίδιο πράγμα, με κοίταξε όλο καχυποψία κι απαίτηση. Ήξερα φυσικά το γιατί. «Δεν κάνω βήμα. Είπες πως θα βρίσκαμε τους γονείς μας…» φώναξα στη Δόμνα. «Φυσικά και το είπα. Δεν το αρνούμαι. Κι αν θες, μπο­ ρώ να σ’ το ξαναπώ» μου απάντησε με όλη τη βεβαιότητα που μπορούσε να έχει εκείνη τη στιγμή, όμως εμένα η φωνή της μου ακούστηκε σαν κρύσταλλο που ραγίζει ανε­ παίσθητα και κουβαλάει εκείνο το ράγισμα μέχρι τη στιγ­ μή που δεν αντέχει κι εντελώς αναπάντεχα γίνεται θρύ­ ψαλα. «Μέχρι να τους βρούμε όμως, θα μείνουμε εδώ. Αυτό θα είναι το νέο μας σπίτι» συμπλήρωσε, αποφεύγοντας το επίμονο βλέμμα μου και δείχνοντας με το χέρι της το κτίριο μπροστά μας. Το νέο μας… σπίτι. Ήταν ψηλό και μεγάλο. Είχε αγάλ­ ματα στη στέγη και μια μεγαλοπρεπή μαρμάρινη σκάλα με φανοστάτες, που οδηγούσε σε τρεις εισόδους πίσω από τοξωτά ανοίγματα στολισμένα με το ίδιο κεραμικό κεφά­ λι – που εμένα μου θύμισε τη θεά Αθηνά σε μια εικόνα που είχα δει κάποτε σ’ ένα βιβλίο του πατέρα. Και από πάνω κι άλλη στοά, με επίσης τρία τοξωτά ανοίγματα, κι άλλα κε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=