Το αγόρι στο θεωρείο
ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΣΤΟ ΘΕΩΡΕΙΟ | 19 άφηνε σε σκιερό μέρος να ησυχάσουν. Κι εγώ ησύχαζα κρυμμένος δίπλα τους στο σκοτάδι της αποθήκης, μα ντεύοντας τον αναστεναγμό τους καθώς ενώνονταν με τη ζάχαρη κι αναστέναζα μαζί τους, αλλά δε μαρτύρησα πο τέ το μυστικό της Αρετής. Γιατί εγώ το ήξερα πως η αδερφή μου κατείχε τον τρό πο να γυρίζει πάλι πίσω σπίτι μας σαν την έπαιρνε ο αγέ ρας, κι έτσι ποτέ δε θα χανόταν. Μου το είχε μαρτυρήσει η ίδια πως ήταν μια συνήθεια που της άρεσε, να πετάει με τον άνεμο, και με τίποτα δεν είχε σκοπό να κόψει – ίσως και γι’ αυτό να ήταν λιγόφαγη, ήθελε να είναι αδύνατη για να μπορεί να πετάει με το φύσημα του ανέμου, και μόνο τα τριαντάφυλλα λαχταρούσε. «Μα δε φοβάσαι μήπως χαθείς;» τη ρωτούσα κάθε τό σο όλο αγωνία κι εκείνη με μάτια που έλαμπαν κατεργά ρικα έβαζε το δάχτυλο μπροστά στα χείλη της. «Σς, μην το πεις σε κανέναν. Με οδηγεί το άρωμα απ’ τις τριανταφυλλιές μας» μου έλεγε σοβαρά σοβαρά και χαμογελούσε με μια άγρια χαρά. Παρ’ όλα αυτά εγώ συ νέχιζα να καρδιοχτυπώ, μην τύχει και μπερδέψει καμιά φορά εκείνο το άρωμα με άλλα, ξένα αρώματα και προ σγειωθεί σε άλλο σπίτι και βρει άλλους γονείς κι άλλον αδερφό, κι αναζητούσα να χαράξω στη μνήμη μου την τριανταφυλλένια ανασεμιά του σπιτιού μας. Κι όμως εκεί νη επέμενε να μην ανησυχώ και πως τα δικά μας τριαντά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=