Το αγόρι στο θεωρείο
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΑΡΛΑΣΗ 18 | γευόμασταν τη γλύκα τους σε ποτήρια κρυστάλλινα σερ βιρισμένα σε δίσκους ασημένιους, στολισμένους με πλε κτές δαντέλες. Κι η Αρετή χάιδευε τα τριαντάφυλλα του δικού μας κήπου απαλά και κάθε τόσο έκοβε ένα πέταλο και το ακου μπούσε στη γλώσσα· το κρατούσε εκεί μέχρι που έλιωνε αργά κι άλλοτε ίσα που το δάγκωνε με τα μπροστινά της δόντια, να το νιώσει πόσο μαλακά έσπαγε. Και χαμογε λούσε κρυφά και το χαμόγελό της έμοιαζε με ανθισμένο τριαντάφυλλο. Όπως κι η ανάσα της ήταν τριανταφυλλέ νια όταν με φιλούσε· μύριζε ολόκληρη ρόδα ανθισμένα. Και κάθε που ερχόταν η άνοιξη οι γυναίκες του δικού μας σπιτιού μάζευαν τα πέταλα από τις τριανταφυλλιές μας να φτιάξουν ροδόνερο και το αγαπημένο σερμπέτι της Αρετής. Κι εγώ… αναστέναζα για τα τριαντάφυλλα που δεν είχα προλάβει να χαρώ και κάκιωνα που τα κόβανε. Εγώ ήθελα να τα βλέπω στη σειρά ολάνθιστα, να τα βλέπω ακόμα και να μαραίνονται, να ρίχνουν αργά και ρυθμικά τα πέταλά τους. «Μη βαλαντώνεις, μάτια μου. Αφού είναι λίγο τζανα μπέτισσα η αδερφή σου στο φαγητό. Και το σερμπέτι τρια ντάφυλλο είν’ απ’ τα λίγα που λαχταράει. Να μας την πάρει ο αγέρας θες και να τη χάσουμε;» έλεγε η θεία Καλ λιόπη, κλείνοντάς μου το μάτι, και το ήξερα πως το εννοού σε κι έβαζε ζάχαρη στα ροδοπέταλα, τα σκέπαζε και τ’
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=