Το αγόρι στο θεωρείο
ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΣΤΟ ΘΕΩΡΕΙΟ | 17 σε κάθε νέο φύσημα, μου φαινόταν ακόμα πιο μικροκα μωμένη. Σχεδόν τοσοδούλα. «Φάε, πουλάκι μου. Κλαράκι είσαι, μη μου σπάσεις» της έλεγε πολλές φορές η γιαγιά Ντοντή κι η Αρετή γε λούσε κοροϊδευτικά. Κι η γιαγιά την ακολουθούσε ανή συχη και κάθε τόσο της έβαζε μπροστά της έναν δίσκο με κάτι –φαγητό, γλυκό ή σερμπέτι– κι η Αρετούλα τις πε ρισσότερες φορές χαμογελούσε και με το χέρι της έσπρω χνε πέρα τον δίσκο, κι η γιαγιά, αφού αναστέναζε φουρ κισμένη, μουρμούριζε «Άσ’ το εδώ, γι’ άμα σου ’ρθει η όρεξη, ναι, καρδούλα μου;» κι έφευγε χωρίς να πάρει μαζί της τον δίσκο, παρά τις διαμαρτυρίες της Αρετής. Εκείνη μόνο στα σερμπέτια δεν έλεγε όχι. «Φαντάσου εκατοντάδες τριαντάφυλλα, Δροσάκι. Κόκ κινα σαν το κόκκινο του κρασιού, κι άλλα πιο ζωηρά κόκ κινα όπως τα χειμωνιάτικα ρόδια, κι άλλα κόκκινα του καρπουζιού, όλα ολάνθιστα. Με τη δροσούλα της αυγής, με τα πρώτα φιλιά του ήλιου πάνω τους… Να τα κόβουν και να τα μαζεύουν με τα χέρια τους οι γυναίκες του χα ρεμιού…» μουρμούριζε η Αρετή με μάτια μισόκλειστα. Τα μισόκλεινα κι εγώ και βλέπαμε μαζί στη φαντασία μας όμορφες γυναίκες με μεταξωτά, χρυσαφένια ρούχα, που θρόιζαν σε κάθε τους κίνηση. Βλέπαμε μέσα σε πα ραμυθένιους κήπους ολάνθιστα τριαντάφυλλα σ’ όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου, μυρίζαμε το άρωμά τους και
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=