Το αγόρι στο θεωρείο - επετειακή έκδοση

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΣΤΟ ΘΕΩΡΕΙΟ | 33 είχε δώσει η μάνα να την κρατάω, όταν φεύγαμε. Δεν την είχα ανοίξει ακόμη κι ούτε που θα την άνοιγα, παρά τις επίμονες παρακλήσεις της Αρετής – κι ας ήμουν σίγουρος ότι εκείνη κάποιες φορές που ήταν μόνη της στο δωμάτιο την είχε ανοίξει. (Εγώ θα την άνοιγα πολύ καιρό αργότερα. Τότε ακόμη δεν ήθελα, ίσως επειδή φοβόμουν· τη θλίψη μου πάνω απ’ όλα.) Κοιτούσαμε γύρω μας με έκπληξη. Όλα ήταν περίεργα. Ο μεγάλος πολυέλαιος στη μέση της πανύψηλης οροφής, τα διακοσμημένα με γοργόνες στηθαία των θεωρείων, τα φώτα. Από κάτω μας στη μεγάλη αίθουσα υπήρχαν καθί­ σματα από κόκκινο βελούδο, στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο σε σειρές το ένα πίσω από το άλλο. Στη μέση ένας διάδρομος χώριζε τα καθίσματα σε δυο πλευρές. Τα περισσότερα καθίσματα ήταν καλυμμένα με μεγάλα υφά­ σματα, για να προστατευθούν, φαίνεται, από τη σκόνη. Κι όλα τα καθίσματα, φυσικά, κοιτούσαν προς μια υπε­ ρυψωμένη εξέδρα που την πλαισίωνε μέχρι πάνω ως το πανύψηλο ταβάνι μια φαρδιά ξύλινη κορνίζα. «Είναι, πράγματι, θέατρο, λοιπόν! Αλήθεια είπε η Δό­ μνα…» μουρμούρισα με έκπληξη. Δεν μπορούσα καλά καλά να το πιστέψω ότι το νέο μας σπίτι ήταν ένα θέατρο και πως εμείς θα μέναμε σε ένα θεωρείο. Θα χωρούσαμε τη ζωή μας σε ενάμισι επί δύο μέτρα. «Άσ’ τη να λέει ό,τι θέλει η Δόμνα γι’ αυτό το μέρος.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=