Το αγόρι που ζούσε με δράκους
16 φορούσε σαν πανοπλία. Μια πύρινη ριπή πετά- χτηκε από μέσα και καψάλισε το αμπαζούρ, ενώ ο δράκος πετούσε σε κύκλους από πάνω μας. Ο Λάμπης, που τόση ώρα καθόταν ήσυχος, κουλου- ριασμένος μες στην τσέπη μου, άρχισε να στριφο- γυρίζει, θέλοντας να βγει έξω. Τελικά υψώθηκε στον αέρα δίπλα μου, ενώ εγώ έτρεχα να πιάσω το παντελόνι προτού χαθεί βγαίνοντας από το ανοιχτό παράθυρο. «Το καλό που σου θέλω να ’ναι καθαρό» είπα βαριανασαίνοντας. Πέταξα κάτω το παντελόνι και άρχισα να βήχω, πνιγμένος από τις τολύπες καπνού που είχε αφήσει πίσω της η ανάσα του δράκου. «Ήταν, μέχρι που χώθηκε ο δράκος μέσα» γκρί- νιαξε ο Τεντ. «Τώρα πρέπει να ’χει καψαλιστεί – ή τίποτα χειρότερο». Και οι δύο ξέραμε τι σήμαινε αυτό το «τίποτα χειρότερο». Βλέπετε, τα δρακο-κακά έχουν την πολύ δυσάρεστη συνήθεια να ανατινάζονται όταν ξεραθούν. Και όπως το περιμέναμε, λίγα δευτερό- λεπτα μετά, το παντελόνι του Τεντ ανατινάχθηκε με θεαματικό τρόπο. ΟΉλιος πέταξε στην κορυ-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=