Το αγόρι που πετούσε με δράκους
17 ζοντας ότι ο Λάμπης θα έμενε κρυμμένος από πίσω της. Βρισκόμουν σε διαρκή κόκκινο συνα γερμό για τη μαμά ή τον μπαμπά – ιδίως αυτές τις μέρες. Η μαμά καταφέρνει να ισορροπεί τη δου λειά της ως κτηνίατρος, τα διάφορα αδέσποτα και την αδελφή μου, τη Λόλι, σαν χταπόδι με φοβερές ταχυδακτυλουργικές ικανότητες · ενώ ο μπαμπάς είναι συνήθως κλεισμένος μέσα στη φούσκα της μουσικής των ακουστικών του. Ωστόσο, μέχρι και αυτοί είχαν αρχίσει να παρατηρούν κάποια πράγ ματα. Πόσα σημάδια από καψίματα και νυχιές μπορείς να κρύψεις άλλωστε; Ήνα τα φορτώσεις στον γάτο σου; Ένα μικρό αναμαλλιασμένο κεφάλι εμφανίστη κε, και αναστέναξα με ανακούφιση. «Τι κάνεις, Λόλι;» ψιθύρισα. «Έπρεπε να κοι μάσαι. Μεγάλη μέρα αύριο». Η Λόλι χαμογέλασε. «Όχι άλλο νάνι». Έριξα μια ματιά στο ρολόι δίπλα στο κρεβάτι μου. Ήταν τρεις το πρωί. Επισήμως ήταν τα γε νέθλιά της, αλλά αμφέβαλα ότι η μαμά και ο μπα μπάς θα το εκτιμούσαν αν οι εορτασμοί ξεκινού σαν από τόσο νωρίς. Κούνησα το κεφάλι μου.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=