Το αγόρι που πετούσε με δράκους
14 του ουρανού. Ένα θεόρατο βουνό. Βραχώδης γη από κάτω. Και ύστερα το όνειρο χάθηκε. Ανακάθισα στο κρεβάτι, και τότε είδα τον Λά μπη. Ήταν κουρνιασμένος πάνω στο περβάζι του παραθύρου του δωματίου μου, και ο ουρανός ήταν τόσο φωτεινός από τα αστέρια και το φεγγαρό φωτο, που έμοιαζε σχεδόν σαν να είχε ξημερώσει. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και τράβηξα τις κουρ τίνες μέχρι πέρα, νιώθοντας την πνοή του παγω μένου νυχτερινού αέρα από το ανοιχτό παράθυρο. Ο Λάμπης φτερούγισε ως το γείσο και ανασήκω σε το κεφάλι του. Εξαπέλυσε μια ριπή από σπίθες που τσιτσίρισαν και έσβησαν στον αέρα, αφήνο ντας πίσω τους ένα ίχνος δαχτυλιδιού – σαν το πυρακτωμένο απομεινάρι ενός βεγγαλικού που σκάει τη νύχτα του Γκάι Φοκς στις 5 τουΝοέμβρη. Και στο εσωτερικό εκείνου του δακτυλίου λαμπύ ριζε ο Πολικός Αστέρας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβρισκα τον Λάμπη να χαζεύει έξω από το παράθυρο, αν και είχε αρχίσει να συμβαίνει όλο και πιο συχνά. Είδα τη λάμψη να ξεθωριάζει και ύστερα άπλωσα το χέρι έξω από το παράθυρο και τον άγγιξα στη ράχη. Ένας χρυσός κυματισμός
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=