Το αγόρι που μεγάλωνε δράκους

21 ασυναίσθητα το χέρι για να τους αγγίξω. Παρατήρησα ότι ένας από τους μικρότερους καρπούς είχε ήδη κοκκινίσει, αλλά το κοτσάνι από το οποίο κρεμόταν πιεζόταν προς τα κάτω από το βάρος κάποιων μεγαλύτερων καρπών που κρέμονταν ψηλότερα. Τον ανασήκωσα προσεκτικά και τον μετακίνησα στο πλάι, για να του κάνω λίγο χώρο. Και τότε είδα κάτι ακόμα πιο παράξενο. «Έι, παππού» φώναξα «φωσφορίζει. Όπως εκείνες οι πυγολαμπίδες, θυμάσαι; Ο μπαμπάς είπε ότι ήταν βιοφωτάκια, ή κάπως έτσι. Είπε ότι το κάνουν και μερικές μέδουσες». «Βιοφωταύγεια» με διόρθωσε ο παππούς. Κοί­ ταξε με περιέργεια τον κόκκινο καρπό και τον έτριψε με το δάχτυλο. «Νομίζω ότι είναι απλά μούχλα» είπε. «Έλα, Πατατάκι. Έχω πεθάνει της πείνας». «Ναι, αλλά τι είναι;» ρώτησα. Ο παππούς ζάρωσε τη μύτη του. «Δεν έχω ιδέα, αλλά μπορούμε να το ξεριζώσουμε αύριο».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=