Το αγόρι που μεγάλωνε δράκους

18 Κι εκείνη τη στιγμή με κοιτούσε μ’ εκείνη τη σπί­ θα στο βλέμμα, ώσπου ένιωσα τη ζεστασιά της να με πλημμυρίζει. Ήταν σαν να είχα καθίσει μπρο­ στά στην πιο δυνατή φωτιά, που ψήνει τα πιο λα­ χταριστά μαρσμέλοου. «Άκουσέ με, Πατατάκι, σ’ το έχω πει πολλές φορές. Τι κάνουν οι οικογένειες;» Χαμογέλασα. «Μένουν δεμένες». «Ακριβώς» είπε χαμογελαστός. «Δεμένες σαν τη μαρμελάδα στις τάρτες της γιαγιάς. Και τώρα σκάβε!» Αυτό έκανα λοιπόν. Τα πιο δύσκολα ζιζάνια στο ξεχορτάριασμα ήταν κάτι πράγματα που ο παπ­ πούς ονομάζει γλιστρίδες. Τυλίγονται γύρω από τα πάντα, κολλώντας με όλη τους τη δύναμη πάνω σε ρίζες, βλαστούς και θάμνους. Πριν περάσει πολλή ώρα είχα πιαστεί σε αγώ­ να μέχρι θανάτου: αγόρι εναντίον φυτού. Και προς στιγμήν φαινόταν ότι ο κακός υπέρτατος άρχο­ ντας, το Ζιζάνιο, θα νικούσε. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισα να σκάβω. Και να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=