Το αγόρι που μεγάλωνε δράκους

17 λιστα γιατί η μαμά μού είχε δώσει προμήθειες, λέ­ γοντάς μου ότι ήταν για το «ταξίδι στον Αμαζόνιο». Χωρίς τις τσουκνίδες και τ’ αγκάθια, ο κήπος του παππού και της γιαγιάς ήταν κάπου μιάμιση φορά μεγαλύτερος, κι έφτανε ως τους αγρούς παραδίπλα. «Από τον καιρό που μετακομίσαμε εδώ ήθελα να το κάνω αυτό» μου είπε ο παππούς, όταν κο­ ντοστάθηκε για να πάρει μια ανάσα «αλλά κάτι το ένα, κάτι το άλλο, δεν έβρισκα τον χρόνο». Σταμάτησα να σκάβω και σβάρνισα έναν σβόλο λάσπης. Ξέρω ότι εσείς δεν έχετε ιδέα για τι πράγ­ μα μιλούσε, εγώ όμως ήξερα. Ήξερα ακριβώς τι εννοούσε με τη φράση «κάτι το ένα, κάτι το άλλο». «Λυπάμαι» ψέλλισα. Γιατί πράγματι λυπόμουν. Ο παππούς ακούμπησε τα μπράτσα του πάνω στο φτυάρι του κι έσκυψε προς το μέρος μου. Λοι­ πόν, υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρετε για τον παππού μου: σπιθοβολά. Μπορεί ν’ ακούγεται παράξενο, αλλά είναι αλήθεια. Υπάρχει μια έκ­ φραση που λέει «έχει μια σπίθα στο μάτι» και ση­ μαίνει ότι κάποιος είναι πολύ έξυπνος ή ότι λάμπει από χαρά. Ο παππούς μου λοιπόν έχει τη μεγα­ λύτερη σπίθα απ’ όσους έχω γνωρίσει στη ζωή μου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=