Το αδίδακτο κείμενο: Αρχαία Ελληνικά Β' και Γ' Λυκείου

H ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ | ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ 1 ΘΕΜΑ ΤΟ ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ – ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ || Β΄ ΚΑΙ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ | 19 | Μετάφραση: πόσο απρόθυμα προσήλθαν στο στρατόπεδο/με τα όπλα τους στις θέσεις τους, απρόθυμα πήγαν και στις φρουρές. ἐχόντων (= τῶν ἀ νδρῶν): γενική απόλυτη, αιτιολογική (ή υποθετική) μετοχή που αι- τιολογεί το ρ. οὐκ οἶδα (= επειδή βρίσκονται σε αυτή την ψυχολογική κατάσταση, δε γνωρίζω...). εἴτε νυκτὸς δέοι εἴτε καὶ ἡμέρας: είτε προκύψει κάποια ανάγκη τη νύχτα είτε την ημέρα. τί πείσονται καὶ τί ποιήσουσι ( = τι δηλαδή είναι δυνατό να πάθουν και τι είναι δυ- νατό να πετύχουν) : δύο πλάγιες ερωτήσεις, μερικής άγνοιας, ως επεξήγηση στο ρ. ἐννοῶνται. Εκφέρονται με οριστική μέλλοντα (αντί της δυνητικής ευκτικής: τί πάθοιεν ἂν καὶ τί ποιήσαιεν ἄν) για έμφαση, για να εκφραστεί η γνώμη των στρατιωτών ως βέβαιη και προσδοκώμενη. ἐπίστασθε: οριστική ενεστώτα του ρ. ἐπίσταμαι (ἠπιστάμην, ἐπιστήσομαι, ἠπιστήθην) = γνωρίζω καλά· α. με αιτ., β. με τελικό απαρ. = γνωρίζω να, γ. με κατηγ. μτχ. = γνωρίζω ότι, δ. με ειδική πρόταση = γνωρίζω ότι... ὁπότεροι (αναφορική αντων.) = όποιοι από τους δύο αντιπάλους. ἴωσιν: υποτακτική ενεστώτα του ρ. εἶμι/ ἔρχομαι = έρχομαι, πηγαίνω, κινούμαι / φεύγω, φτάνω· α. ἔρχομαι ἐπὶ τὰ ὅπλα = έρχομαι στο στρατόπεδο, β. εἰς λόγους ἔρχομαί τινι = συνομιλώ, διαπραγματεύομαι με κάποιον, γ. εἰς μάχην ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον, δ. ἐπὶ μεῖζον ἔρχεται = αυξάνεται, ε. διὰ φιλίας ἔρχομαι = αγαπώ, στ. ἐπὶ πᾶν ἔρχομαι = δοκιμάζω κάθε τρόπο, ζ. εἰς ταὐτὸν ἔρχομαι = συγκεντρώνομαι. ὡς ἐπὶ τὸ πολύ = τις περισσότερες φορές, συνήθως. ἐρρωμενέστεροι: συγκριτικός βαθμός του επιθέτου ἐρρωμένος, -η, -ον = ακμαίος, ισχυρός, εύρωστος, δυνατός. οὐ δέχονται: αντί της παθητικής σύνταξης οὐ δεκτοὶ γίγνονται · υπάρχει προφανώς συντακτική ανακολουθία. Συντακτική ανάλυση 1. Καὶ νῦν πρῶτον μὲν οἴομαι ἂν ὑμᾶς μέγα ὠφελῆσαι τὸ στράτευμα: κύρια πρόταση κρίσεως. οἴομαι: ρήμα. ἂν ὠφελῆσαι: ειδικό δυνητικό απαρέμφατο, που ισοδυναμεί με δυνητική ευκτική (=ὠφελήσαιτε ἄν), ως αντικείμενο του ρ. μέγα: σύστοιχο αντικείμενο (= μεγάλην ὠφέλειαν) στο ἂν ὠφελῆσαι, που έχει πάρει επιρρηματική σημασία μετά την παράλειψη του ουσιαστικού. νῦν: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου. πρῶτον: επιρρηματικός προσδιορισμός της χρονικής ακολουθίας στο οἴομαι. 2. εἰ ἐπιμεληθείητε: δευτερεύουσα υποθετική πρόταση· με απόδοση το ἂν ὠφελῆσαι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=