Το αδίδακτο κείμενο: Αρχαία Ελληνικά Β' και Γ' Λυκείου
1 H ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ | ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΘΕΜΑ | 18 | ΤΟ ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ – ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ || Β΄ ΚΑΙ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ μέγα: επιθετικός προσδιορισμός που αντιπροσωπεύει το σύστοιχο αντικείμενο που παραλείπεται, καθώς η έννοιά του εκφράζεται από το ρήμα (= μεγάλην ὠφέλειαν ὠφελῆσαι ἄν). Με την παράλειψη του ουσιαστικού το επίθετο μέγα αποκτά επιρ- ρηματική σημασία (= πολύ...). ἀ ντὶ τῶν ἀ πολωλότων (ἀπόλλυμαι = χάνομαι, πεθαίνω, καταστρέφομαι): ΠΣ της αντικατάστασης (= στη θέση αυτών που έχουν εκτελεστεί, χαθεί/σκοτωθεί). γένοιτο ἄν (= θα μπορούσε να γίνει/να επιτευχθεί): δυνητική ευκτική σε κύρια πρόταση κρίσεως, η οποία εκφράζει το δυνατόν στο παρόν και μέλλον. Το δυνητικό ἄν μας προϊδεάζει για την ύπαρξη υποθετικού λόγου: ἄνευ ἀρχόντων (= εἰ μὴ ἄρχοντες εἶεν) - οὐδὲν ἂν γένοιτο· λανθάνων υποθετικός λόγος της απλής σκέψης του λέγοντος. ὡς μὲν συνελόντι εἰπεῖν (= για να μιλήσω γενικά, σύντομα, κοντολογίς): είναι απόλυτο απαρέμφατο ως επιρρηματική έκφραση του σκοπού, που προήλθε από συμπερα- σματική τελική πρόταση. Η δοτική συνελόντι είναι του κρίνοντος προσώπου. δή: παρατακτικός συμπερασματικός σύνδεσμος, που επιπλέον λειτουργεί ως: α. βεβαιω τικό μόριο (πράγματι, βέβαια), β. επιτατικό μόριο (μάλιστα), γ. προτρεπτικό μόριο με προστακτική ή με βουλητική υποτακτική (εμπρός λοιπόν), δ. χρονικό μόριο (ήδη, έως τώρα). παντάπασιν (επίρρημα) : εντελώς, ολότελα, αναμφίβολα. εὐταξία – ἀ ταξία: πειθαρχία – απειθαρχία. καταστήσησθε (καθίσταμαι) [μέσο με ενεργητική σημασία] : εγκαθιστώ, διορίζω. ἂν ποιῆσαι (= θα ενεργούσατε): είναι ειδικό δυνητικό απαρέμφατο του πλάγιου λόγου κρίσεως, που ισοδυναμεί με δυνητική ευκτική (= ἂν ποιήσαιτε), γιατί εκφράζει το δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον. Με το ἐπειδὰν καταστήσησθε ... ἤν... συλλέγητε καὶ παραθαρρύνητε (υπόθεση) και το ποιῆσαι ἄν (απόδοση) σχηματίζεται σύνθετος εξαρτημένος υποθετικός λόγος του προσδοκωμένου. πάνυ ἐν καιρῷ: πολύ έγκαιρα, στην κατάλληλη στιγμή. ἔρχομαι: α. ἔρχομαι ἐπὶ τὰ ὅπλα = έρχομαι στο στρατόπεδο, β. εἰς λόγους ἔρχομαί τινι = συνομιλώ, διαπραγματεύομαι με κάποιον, γ. εἰς μάχην ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον, δ. ἐπὶ μεῖζον ἔρχεται = αυξάνεται, ε. διὰ φιλίας ἔρχομαι = αγαπώ, στ. ἐπὶ πᾶν ἔρχομαι = δοκιμάζω κάθε τρόπο, ζ. εἰς ταὐτὸν ἔρχομαι = συγκεντρώνομαι. φυλακή: α. φρούρηση, φύλαξη, β. φρουρά, σώμα φυλάκων, γ. τμήμα της νύχτας κατά το οποίο γινόταν αλλαγή φρουράς, δ. ασφάλεια, προφύλαξη, ε. δεσμωτήριο· φυλακὰς ἔχω = φρουρώ, ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή. ...ὡς ἀ θύμως μὲν ἦλθον ἐπὶ τὰ ὅπλα, ἀ θύμως δὲ πρὸς τὰς φυλακάς: είναι πλάγια ερώτηση, μερικής άγνοιας, ως αντικείμενο στο ρ. εξάρτησης αἰσθάνεσθε. Συνήθως, όταν μετά το ὡς ακολουθεί επίρρημα ή επίθετο, το μόριο ὡς εισάγει πλάγια ερώτηση.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=