ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΝΕΡΑ Η TΡΙΤΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΟΥ
Τοξικά μάτια
Πρώτη έκδοση από τις εκδόσεις BELL Μάιος 2023 Πρώτη aνατύπωση Ιούνιος 2023 Τυπογραφικές διορθώσεις Μάγδα Τικοπούλου Σχεδιασμός εξωφύλλου Σαβίνα Χριστοπούλου © 2025, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και Δημήτρης Σίμος ISBN 978-618-03-4083-9 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 84083 Κ.Ε.Π. 6166, Κ.Π. 20148 Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου. Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 metaixmio.gr • [email protected] Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 Αστυνομικό
Δημήτρης Σίμος Τοξικά μάτια
7 Ηνύχτα είναι ο εχθρός της. Τα πιο βαθιά μέρη της ψυχής της δεν την αφήνουν να αναπνεύσει. Κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα, ο κόσμος έχει αποκτήσει το πορτοκαλί χρώμα της φωτιάς, το κόκκινο του αίματος, το μαύρο του θανάτου. Στον αέρα πετάει ένα σμήνος από πουλιά, που ρίχνουν τις σκιές τους στα πόδια της. Κοράκια κρώζουν. Γυροφέρνουν τη σκελετωμένη μορφή στο χώμα. Κρυώνει. Προσπαθεί να ανάψει τον αναπτήρα. Είναι γυμνή. Δεν τα καταφέρνει. Τα πουλιά πετάνε χαμηλά, σχεδόν την αγγίζουν. Στο βάθος ξεχωρίζει τη μορφή ενός ανθρώπου. Τα κοράκια πυκνώνουν. Είναι μπροστά της, πίσω της, στα πλάγια. Ένας μαύρος καπνός που την εμποδίζει να δει. Η μορφή την πλησιάζει. Είναι μια γριά ντυμένη με ανδρικά ρούχα. Δεν πατά στη γη. Μοιάζει να αιωρείται πάνω από το χωράφι. Εκείνη προσπαθεί να τρέξει. Δεν καταφέρνει να κουνηθεί. Ακούει κροταλίσματα φιδιών. Έχει πετρώσει, σαν να ’πεσε το βλέμμα της στο πρόσωπο της Μέδουσας από τα βάθη του χρόνου. Τα κοράκια πετούν γύρω τους. Το πρόσωπο της γριάς τώρα διαγράφεται ξεκάθαρα. Είναι αυλακωμένο, έχει χώμα στο μέτωπο. Φοράει ένα ανδρικό γκρι κουστούμι με διπλωμένα τα μπατζάκια. Απλώνει το χέρι της πάνω της. Τα νύχια της είναι γαμψά. Τα κοράκια παλεύουν με τα φίδια που έχουν αναρριχηθεί από το χώμα στα μαλλιά της γριάς. Το χωράφι φλέγεται. Το σκοτάδι έχει σκεπάσει τον ορίζοντα σαν μαύρο σάβανο. Η γριά απλώνει το χέρι της στον ώμο της. Εκείνη ουρλιάζει. Τα φίδια δεν υπάρχουν πια. Τα κοράκια έχουν πετάξει ψηλά, ενώ το πρόσωπο της γριάς αρχίζει να λιώ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 8 νει. Ο ώμος της, στο σημείο που την ακουμπά η γριά, στάζει αίμα. Προσπαθεί να κουνηθεί ξανά. Δεν τα καταφέρνει. Η φωτιά έχει περάσει μπροστά της. Ο τόπος φλέγεται. Το μαύρο σάβανο λιώνει μαζί με τη γριά. Εκείνη μένει ασάλευτη, σαν ξεχασμένο κερί στη ζέστη. Η όρασή της θολώνει. Ζέστη. Προσπαθεί να φωνάξει βοήθεια. Το στόμα της κόβεται στα δύο. Πεθαίνει σε μια κόλαση φωτιάς. Ήχος από γυαλί που σπάει. Ξυπνά. Εφιάλτης, εφιάλτης. Το ποτήρι με το νερό είναι δίπλα στο κομοδίνο της. Δεν έχει σπάσει. Προσπαθεί να βρει την αναπνοή της, ενώ ταυτόχρονα παλεύει να ξεχωρίσει αν ο ήχος του γυαλιού ήταν αληθινός. Αισθάνεται την καρδιά της να σφυροκοπά μέσα στο στέρνο της. Πονάει, σαν κάποιος να την έχει χτυπήσει με σφυρί. Όταν τελικά καταφέρνει να σηκωθεί από το κρεβάτι, νιώθει το κρύο στα πέλματά της. Βγαίνει από το δωμάτιο, ξυπόλυτη. Φοράει ένα μαύρο νυχτικό, που σέρνεται στο πάτωμα, δίπλα στην κουπαστή της σκάλας. Κοιτάζει κάτω. Τα πιο βαθιά μέρη της ψυχής της αναγνωρίζουν τον Θάνατο. Τα μάτια της καίνε. Πισωπατά. Το κινητό της είναι στο δωμάτιό της, αλλά δεν διαλέγει να γυρίσει. Ανοίγει τη διπλανή πόρτας και τότε όλος ο κόσμος στριφογυρίζει, ξυπνάει, χαμογελά, δέχεται με παράπονο το φιλί στο μάγουλο και παίρνει τη θέση του κάτω από το κρεβάτι. Κοιτά το ταβάνι, αντικρίζοντας τα αυτοκόλλητα να φωσφορίζουν. Ένας έναστρος ουρανός. Βρίσκει τη θέση της ανάμεσα στα άστρα. Είναι έτοιμη. Βγαίνει από το δωμάτιο και φτάνει ξανά στη σκάλα. Τα βήματά της τρίζουν πάνω στο ξύλο. Στέκεται και πάλι στην κουπαστή. Ο Θάνατος ανεβάζει το βλέμμα του πάνω της. Την κοιτά. Εκείνη αναγνωρίζει το πρόσωπό του. Ξέρει. Έχει φορέσει κι εκείνη τα ίδια μάτια, αυτή τη μύτη, το μέτωπο. Για μια στιγμή νιώθει πως η γριά του εφιάλτη είναι δίπλα της.
ΤΟΞΙΚΑ ΜΑΤΙΑ 9 Ακούει τα φίδια να κροταλίζουν. Την κοιτά κατάματα – και τότε ο Θάνατος ανεβαίνει τις σκάλες. Τα σκαλιά εξαφανίζονται πίσω του. Η μάχη ξεκινά.
11 1 Ο κχαμ ικλιλό Φεβρουάριος 2010 Βιομηχανική ζώνη Τανάγρας Αχλή τύλιξε το κορμί της. Λεπτές σταγόνες νερού χάιδεψαν το μαύρο της τρίχωμα, καθώς αυτή γινόταν ένα με την ομίχλη της ασφάλτου. Είχε περάσει τη νύχτα στο χωράφι απέναντι από το εργοστάσιο –έτσι συνήθιζε από τότε που χάθηκαν–, κάτω από τον κορμό στη μέση του αγρού με τα ξερόχορτα. Δεν είχε κοιμηθεί περισσότερο από δύο ώρες. Η αγέλη των τσοπανόσκυλων πέρασε όλη τη νύχτα γρυλίζοντας για την ανάδειξη του νέου αρχηγού και, όπως ήταν αναμενόμενο, η εκλογική διαδικασία κύλησε με μάχες μεταξύ των κυρίαρχων αρσενικών, με σπασμένους κυνόδοντες και αίμα. Εκείνη, με την κάλυψη των χόρτων και την ευχέρεια που της έδινε το ύψωμα, μπόρεσε να δει όλο τον αγώνα χωρίς να αναγκαστεί να γίνει μέρος του. Δεν άντεχε άλλο κυνηγητό. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε διαλέξει το αγκαθωτό άγγιγμα της τσουκνίδας και των βάτων, μακριά από τον δρόμο. Μια αίσθηση απομόνωσης από τη φυλή της και συνάμα ένα αγκάλιασμα της μοναξιάς που αποζητούσε. Δεν ήταν δειλή. Ήξερε από καβγάδες. Τον τελευταίο τον
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 12 είχε κάνει πριν από τρεις μήνες, κι οι δύο βαθιές χαρακιές στο πρόσωπό της –που λίγο έλειψε να της στοιχίσουν το αριστερό της μάτι– είχαν αρχίσει να γιαίνουν. Το φαγητό. Αυτή ήταν η κύρια αιτία των θανάτων στη φυλή της. Έπρεπε να είσαι προσεκτική αν ήθελες να επιβιώσεις. Τις νύχτες που η πείνα έσφιγγε το στομάχι σου, εσύ όφειλες να αποφύγεις τον εύκολο δρόμο, κι εκείνη είχε εκπαιδευτεί από τη μάνα της να μυρίζει τον θάνατο και να τον κοροϊδεύει, να γλείφει τις άκρες απ’ το φαΐ προσπαθώντας να αισθανθεί τα λεπτά γυαλάκια σε μια λαχταριστή μπάλα κιμά, που στην πρώτη μπουκιά σού άλεθε τα έντερα σαν θεριστής σε σπαρτά. Φοβόταν την τροφή που ερχόταν χωρίς κόπο. Ήταν η πρώτη που έβγαζε τα νύχια της και κυνηγούσε τα ποντίκια στα χωράφια, τα τριζόνια στα χαμηλά κλαδιά. Σπάνια έκανε εξαίρεση σε αποφάγια από τον φύλακα του εργοστασίου –αν και, σ’ αυτή την περίπτωση, η αγέλη των σκύλων είχε προτεραιότητα–, και αυτό πάντα με δοκιμή. Ήταν καλή στο κυνήγι και κατάφερνε να θρέψει τα μικρά της. Σε λίγους μήνες θα είχε βοήθεια από τα νεανικά τους κορμιά και τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα για όλους, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε, μέχρι που αισθάνθηκε μόνη στο υγρό σκοτάδι, ένιωσε τον ψυχρό αέρα να την πελεκάει. Το συσσωμάτωμα που τις νύχτες σχημάτιζε μια τριχωτή μπάλα είχε διαλυθεί. Δεν άργησε να καταλάβει πως τα μικρά, με το θράσος της νιότης τους και τη νυχτερινή πείνα στο στομάχι τους, διέσχισαν τον δρόμο, αγνόησαν την αγέλη των τσοπανόσκυλων και τρύπωσαν μέσα από τα κάγκελα της αυλής στο προαύλιο του εργοστασίου. Εκείνη έψαξε να τα μαζέψει ακολουθώντας τη μυρωδιά τους, κι όταν πια τα βρήκε, τα είδε να ξεψυχούν σαν κουρδιστά παιχνίδια που ο χρόνος τους έληγε. Σπαρταρούσαν έξω από τον κάδο σκουπιδιών, με αφρούς στο στόμα και με κόκκινες φλέβες να κρέμονται από τις κόγχες των ματιών τους, χάνοντας εφτά ζωές μέσα σε μια πνοή ανέμου.
ΤΟΞΙΚΑ ΜΑΤΙΑ 13 Δευτερόλεπτα μετά, τα απέλπιδα βλέμματα των παιδιών της ήρθαν και κόλλησαν στη μουσούδα της, σε μια στενάχωρη μάσκα θλίψης. «Πού είσαι, λυπημένη μου;» Η Νεφέλη μόλις είχε αφήσει το ασημί της Hyundai ανάμεσα στα δύο φορτηγά μεταφοράς φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων του εργοστασίου της Profym ΑΕ. Μιας βιομηχανικής μονάδας δεκάδων στρεμμάτων με δύο φουγάρα-στόμια που ανέπνεαν πρωί βράδυ, χειμώνα καλοκαίρι, γιορτές και αργίες, με τις κολόνες υποστήριξης αγέραστες –και τους φύλακες αποκάτω τους ανέκφραστους σε κάθε καλημέρα καλησπέρα, δίνοντας την εντύπωση ανδρείκελων που στέκουν στη ζωή μόνο για να υπηρετούν το τσιμεντένιο οικοδόμημα με τα δύο φουγάρα. Η Νεφέλη έσκυψε κοντά στη γάτα. Τη συμπαθούσε που δεν νιαούριζε. Συχνά σκεφτόταν πως ήταν μουγγή και τη νοιαζόταν όλο και περισσότερο. Η Νεφέλη εμφάνισε ένα αλουμινόχαρτο στο ένα της χέρι. Έβγαλε γρήγορα το δεξί της γάντι, ξετύλιξε βιαστικά το περιτύλιγμα κι έκοψε ένα κομμάτι από μια ζεστή τυρόπιτα. «Έλα, λυπημένη μου. Φάε τίποτα. Καλύτερα το βλέπω σήμερα το μάτι σου. Τρώγε, τρώγε...» την παρακάλεσε – και μόνο όταν σιγουρεύτηκε πως η γάτα τής έκανε το χατίρι, περπάτησε προς τον φύλακα. Ο Νεκτάριος την παρατηρούσε να πλησιάζει. Σταμάτησε απέναντί του. Φορούσε ένα μαύρο αδιάβροχο, που έμοιαζε με μισοάδεια σακούλα σκουπιδιών, και είχε τα μαλλιά της κρυμμένα στον γιακά. Ο Νεκτάριος έκανε ν’ αστειευτεί με τα ρούχα της, αλλά δίστασε. Στις γυναίκες δεν αρέσουν οι εξυπνάκηδες, σκέφτηκε και έβαλε τα χέρια στην τσέπη. Η Νεφέλη κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε να του πει καμιά εξυπνάδα για το μπουφάν τύπου fly που φορούσε, αλλά δίστασε. Στους άντρες δεν αρέσουν οι εξυπνάδες, σκέφτηκε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 14 Ξαναέψαξε την τσάντα από δερματίνη που είχε στο πλευρό της και έβγαλε την κάρτα εισόδου της, και τότε είδε τα χείλη του Νεκτάριου να σχηματίζουν ένα συλλαβιστό καλωσόρισμα: «Καλημέρα, Νεφέλη». Χαμογέλασε ανταποδίδοντας και η βαριά καγκελόπορτα σύρθηκε, ώσπου εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά στην εσοχή του σιδερένιου φράχτη. Η Νεφέλη προχώρησε δίπλα από τα ανυψωτικά μηχανήματα που περίμεναν τους οδηγούς και προσπέρασε τις στοιβαγμένες παλέτες με τα σακιά. Τα νάιλον σκεπάσματα σχημάτιζαν γούβες με νερό από την υγρασία της νύχτας. Ελευθέρωσε την ξανθιά αλογοουρά της κι αμέσως ένιωσε τον αυχένα της απροστάτευτο. Σκέφτηκε τη γάτα. Πώς κατάφερε να επιβιώσει τις νύχτες σ’ αυτή την ερημιά; Αν δεν είχα αλλεργία, θα την έπαιρνα σπίτι. Ακούμπησε την κάρτα στη δεύτερη είσοδο και το σύστημα αυτοματισμού άνοιξε την πόρτα. Τα λευκά φώτα από τις λάμπες στην οροφή φώτιζαν τις οριζόντιες συσκευαστικές γραμμές, που σχημάτιζαν ένα Π περικλείοντας τον χώρο εγκιβωτισμού των πλαστικών συσκευασιών στα κιβώτια. Η Νεφέλη ένιωθε κάθε φορά την ίδια ανακούφιση για τον θόρυβο από τη γραμμή παραγωγής που έφτανε νεκρός στ’ αυτιά της – και ήταν από τις ελάχιστες περιπτώσεις στη ζωή της που απολάμβανε το γεγονός πως ήταν κωφή. Είχαν περάσει δεκαεφτά χρόνια από την τελευταία φορά που άκουσε κανονικά. Ήταν δέκα ετών όταν ο μέθυσος πατέρας της αποφάσισε να τη βάλει στη θέση του συνοδηγού και να την απαγάγει από το ίδιο της το σπίτι, σε μια πράξη εκδίκησης για την εγκατάλειψή του από τη μητέρα της. Το αμάξι χάθηκε σε μια από τις πολλές στροφές της Ερέτριας και βούλιαξε στη θάλασσα, τραβώντας τη μικρή Νεφέλη στον πάτο, διαλύοντας τα τύμπανά της και προκαλώντας της ένα εγκεφαλικό που έκανε το δεξί της πόδι να μείνει παράλυτο για τα επόμενα δύο χρόνια. Δεν κατάφερε ποτέ να θυμηθεί πώς βγήκε στην επιφά
ΤΟΞΙΚΑ ΜΑΤΙΑ 15 νεια, όμως η αίσθηση του τρόμου, όταν σώπασαν τα πάντα γύρω της, είχε καταγραφεί ανεξίτηλα στους νευρώνες της. Δεν την πείραζε που την αποκαλούσαν κουφή πίσω από την πλάτη της – ακόμα και μπροστά της, κι ας μην ήταν κρυφό πως μπορούσε να διαβάσει τα χείλη τους. Όλα αυτά τα είχε συνηθίσει. Η Νεφέλη ένιωθε ξεχωριστή, γιατί είχε ζήσει τον θάνατο. Ήταν μια ένωση με κάτι θεϊκό, που μόνο οι εκλεκτοί μπορούσαν να αισθανθούν. Σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Η ίδια είχε βάρδια στη Γραμμή 3 του Κτιρίου Β. Μια βάρδια δίχως τις άσχημες μυρωδιές της Γραμμής 7, που περιλάμβανε τη συσκευασία λιπασμάτων. Προχώρησε στον στενό διάδρομο με τις πυροσβεστικές φωλιές ανά πενήντα μέτρα που οδηγούσε στο πίσω μέρος του εργοστασίου. Πέρασε έξω από τις τουαλέτες των ανδρών και μπήκε στα αποδυτήρια των γυναικών, ακριβώς απέναντι. Ήταν έτοιμη να φορέσει τη στολή ασφαλείας πάνω από τη φόρμα της, όταν πρόσεξε το πρόσωπο της διευθύντριας ποιοτικού ελέγχου να καθρεφτίζεται άυπνο στον καθρέφτη. Η διευθύντρια, που ήταν γνωστή στους εργαζομένους ως «η Χημικός», λόγω των περίεργων δοχείων με τα δείγματα από την παραγωγή που άτμιζαν και φωσφόριζαν στο γραφείο της, πέρασε τη λευκή φόρμα κάτω από τα πόδια της, φόρεσε τις πλαστικές γαλότσες και δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο της Νεφέλης. Κοίταξε μόνο το ρολόι της, επιδεικτικά, κι ας ήξερε πως η Νεφέλη είχε ακόμα δέκα λεπτά για την έναρξη της βάρδιας. Η Χημικός έβγαλε από τις τσέπες της ρόμπας της τα πλαστικά γάντια και με το δεξί χέρι σημείωσε πάνω στο χαρτί που ήταν κολλημένο στην πόρτα των αποδυτηρίων. Ένα στραβό X πάνω στη Γραμμή 3 του Κτιρίου Β χαράχτηκε στο φύλλο βαρδιών, και στο μυαλό της Νεφέλης ξύπνησε αμέσως η επιθυμία να ανταλλάξει τη θέση της στα φυτοφάρμακα με τη βάρδια για τα λιπάσματα. Σήμερα, τελικά, ήταν μια κακή μέρα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 16 Τρίτη 2 Ιουλίου 2013, 04:20 Οι σόλες μου πατούσαν λάσπη. Ο αγωγός της ΕΥΔΑΠ είχε σπάσει στην κορυφή του λόφου του Παλιού Γηροκομείου, αυλακώνοντας χωράφια και δρόμο με νερό. Έμενα εδώ και λίγα λεπτά ασάλευτος σαν τρίποδο κάμερας σε φτωχή κινηματογραφική παραγωγή, με φακό το βλέμμα μου και σκηνοθέτη τον θάνατο. Τα μπατζάκια μου είχαν λερωθεί από τη λασπουριά, αλλά δεν έλεγα να κουνηθώ. Το νερό και η νύχτα έφερναν επιτέλους μια ανάσα δροσιάς στον καύσωνα των τελευταίων ημερών. Ο διευθυντής της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ευβοίας έστεκε πίσω από τον προβολέα του Εγκληματολογικού, που έριχνε το φως του στη σορό ενός γυμνού άντρα. Ένα σμήνος μυγάκια χόρευε μπρος στη δέσμη, δίνοντάς μου μια αίσθηση κινητικότητας. Τη χρειαζόμουν για να ενεργοποιηθώ. Ο Λεωνίδας Μητσάκης φυσούσε τον καπνό του τσιγάρου του στον ουρανό και δεν σκοτιζόταν για τα δικά του βρεγμένα μπατζάκια, τη στάχτη που έπεφτε πάνω στο μανίκι του, κι ούτε που νοιαζόταν να ισιώσει το τσαλακωμένο του πουκάμισο έξω από το παντελόνι του. Σήμερα ήταν ατσαλάκωτος μόνο στο παρατσούκλι. Το πρόσωπό του έδειχνε αφυδατωμένο. «Νεοκλής Παρίσης. Ετών σαράντα έξι. Βρήκαμε το αμάξι και το πορτοφόλι του λίγα μέτρα πιο κάτω, αφεντικό». Τα μυγάκια είχαν κάνει τη δουλειά τους. Κούνησα τα χέρια μου να τα απομακρύνω, κι αμέσως ένιωσα την υπόσταση του χώρου. Βρισκόμουν στον τόπο ενός εγκλήματος. «Ποιος μας ειδοποίησε;» ρώτησα τον Ορέστη, ενώ το κορμί του είχε πάρει μια ευθυτενή θέση, που τον έκανε να δείχνει μερικά εκατοστά ψηλότερος. «Οι άνθρωποι του δήμου τον βρήκαν. Ήταν λίγα μέτρα από τον κάδο. Πάλι καλά να λέμε που περνούσαν με το σκουπιδιάρικο εκείνη την ώρα, γιατί, όταν έφτασαν, είχαν αρχίσει να τον πλησιάζουν τα σκυλιά».
ΤΟΞΙΚΑ ΜΑΤΙΑ 17 «Κάτω στον λόφο, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, είναι τα Γύφτικα» σχολίασα. «Να πάμε να μιλήσουμε στον καταυλισμό;» ρώτησε ο Ορέστης. «Να τελειώνουμε πρώτα εδώ, και σαν ξημερώσει βλέπουμε». «Αφεντικό, εσύ είσαι υπεύθυνος εδώ, ε;» Ο Ορέστης επανήλθε στο γνώριμό του καμπούριασμα ψιθυρίζοντας: «Συγγνώμη κιόλας που τα ρωτάω έτσι, αλλά τι δουλειά έχει ο Ατσαλάκωτος στα πόδια μας;». «Πριν από πέντε λεπτά ήρθε» είπα. «Έτσι είδα κι εγώ. Ο Τσόρος τον έφερε με το υπηρεσιακό». «Ο Τσόρος;» «Είναι στο αμάξι». Γύρισα το κεφάλι προς το μπλε Xsara και είδα τον αστυνόμο Τσόρο να μου χαμογελά δίπλα στο καπό. Αυτό μου έλειπε. Να τα έχει τακιμιάσει ο μαλάκας ο Τσόρος με τον Ατσαλάκωτο. Μας έμεινε που μας έμεινε στα πόδια μετά την τελευταία υπόθεση, δεν θ’ άντεχα να τον είχαμε κατσικωμένο και στο σβέρκο. «Αιτία θανάτου;» ρώτησα. «Το θύμα έχει δεχτεί μία και μοναδική σφαίρα στο μέτωπο. Δεν υπάρχουν άλλα τραύματα εισόδου ούτε βρέθηκαν μώλωπες στο σώμα του. Με μια πρώτη ματιά η αιτία θανάτου οφείλεται σε εγκεφαλική βλάβη λόγω της διάτρησης του κρανίου, που σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Λεμένο...» Ο Ορέστης συνέχιζε να διαβάζει μέσα από το μπλοκάκι του, ενώ εγώ σκεφτόμουν σε ποια καινούργια κύματα έπρεπε να ταξιδέψω. Αυτή τη φορά με διαφορετική βάρκα. Ο Ατσαλάκωτος εκτός γραφείου, ο Τσόρος οδηγός του, μέχρι και ο Ορέστης, για πρώτη φορά, κατέγραφε τα στοιχεία της έρευνας επιμελώς σε χαρτί. Δεν μου άρεσαν οι αλλαγές. Ξεκούμπωσα το πάνω κουμπί του κοντομάνικου πουκαμίσου μου, ξεκόλλησα το δεξί μου πόδι από τη λασπουριά και προ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 18 χώρησα προς τη σορό. Απέφυγα να κοιτάξω τον Ατσαλάκωτο. Δεν χρειαζόμουν την άδειά του για να κάνω τη δουλειά μου. Ο Νεοκλής Παρίσης, ξαπλωμένος ανάσκελα στο χώμα, κοίταζε με τα ορθάνοιχτα πράσινα μάτια του τον μαύρο ουρανό, ενώ ο προβολέας του Εγκληματολογικού έδινε μια λευκή απόχρωση στο ήδη πελιδνό του κορμί. Πρόλαβα να δω ένα μυρμήγκι να σκαρφαλώνει στο μάγουλό του, πριν ο ιατροδικαστής παρακαλέσει τους άντρες του ΕΚΑΒ να τον σκεπάσουν και να τον βάλουν στο φορείο. Ο ιατροδικαστής έκανε να με πλησιάσει, όταν άκουσα μια φωνή πίσω μου να με προστάζει: «Έλα μαζί μου». Δεν είχα προλάβει ν’ αναγνωρίσω τον κάτοχό της, όταν είδα τον Ατσαλάκωτο να κατηφορίζει τον λόφο μπροστά μου. Η σορός είχε βρεθεί δίπλα σ’ έναν κάδο, στην οδό Βαλσαμά, λίγα μέτρα κάτω από το κτίριο που φιλοξενούσε το κέντρο υποδοχής αστέγων, αλλά, αν έκρινα από τη μεταξωτή γραβάτα και τα δερμάτινα παπούτσια του θύματος, ο Νεοκλής Παρίσης δεν ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν είχαν πού να κοιμηθούν. Επιπόλαιη διαπίστωση. Το ήξερα, αλλά βασανιζόμουν να συνθέσω μια εικόνα του θύματος, έστω και βιαστικά. Ο Ατσαλάκωτος δεν θα άρχιζε το κάπνισμα ένα ξημέρωμα Τρίτης για έναν κάποιον τυχαίο. Βρέθηκα δίπλα στο υπηρεσιακό Xsara, με τον Τσόρο να ανοίγει την πίσω πόρτα για να μπει ο Ατσαλάκωτος. Κοντοστάθηκα. Ο Τσόρος με κοιτούσε. Το μαύρο του μουστάκι κάλυπτε όλο το πάνω χείλος του. «Μπες μέσα, αστυνόμε» είπε ο Ατσαλάκωτος, κι εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη υπάκουσα. Κάθισα δίπλα του. Ο Ατσαλάκωτος έψαξε την εσωτερική τσέπη του μπλε σακακιού του και έβγαλε ένα πακέτο Marlboro κόκκινο, σκληρό. Το χέρι του έτρεμε. «Κλείσε την πόρτα, Καπετάνο». «Επιτρέπεται;» ρώτησα βγάζοντας την ταμπακιέρα με τα
ΤΟΞΙΚΑ ΜΑΤΙΑ 19 πουράκια μου. Δεν απάντησε. Δεν έκλεισα την πόρτα. Μία στις δύο εντολές. Πενήντα τοις εκατό επιτυχία. Καλά ήμασταν. «Είσαι υπεύθυνος της υπόθεσης». Αυτό δεν ήταν έκπληξη. Διοικητής της Ασφάλειας ήμουν. «Το ήξερα το θύμα, Καπετάνο». Είχα πέσει μέσα για τον λόγο που ο Ατσαλάκωτος ξεκίνησε το κάπνισμα. «Είναι αποδώ;» ρώτησα. «Από τη Λίμνη Ευβοίας. Χαλκίδα μένει, αν κι εγώ τον ξέρω...» Κόμπιασε. «Τον γνώριζα από μικρό παιδί» είπε τελικά. Δεν θα ρωτούσα λεπτομέρειες. Δεν ήταν η στιγμή. «Ό,τι χρειαστείς θα μου το ζητήσεις. Κονδύλια, προσωπικό, νυχτερινές βάρδιες, οχήματα, ακόμα και το λιμενικό να θελήσεις θα σ’ το φέρω στα πόδια σου». Ο Ατσαλάκωτος είχε αρχίσει να φουντώνει. Οι φλέβες στον λαιμό του γέμιζαν αίμα. Έλυσε τη γραβάτα του και συνέχισε: «Τους ίδιους τους βατραχανθρώπους θα σου φέρω». Φούντωσε. «Θέλω να βρούμε τον πούστη που το έκανε». Ο Ατσαλάκωτος τσαλάκωνε την εικόνα του στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου εικοσαετίας κι εγώ ρουφούσα την τρίτη τζούρα από το πουράκι βανίλιας. Αρκέστηκα σε ένα «Θα τον βρούμε, κύριε διευθυντά» και άκουσα το χαρτί του τσιγάρου του να καίγεται από μία ακόμα εισπνοή του. «Σε εμπιστεύομαι, Καπετάνο». Ο λάτρης των τύπων και του πρωτοκόλλου με προσφωνούσε για δεύτερη φορά με το επίθετό μου, χωρίς να αναφέρει την ιδιότητα του αστυνόμου. «Και για να τελειώνουμε και μ’ αυτό που έγινε πέρυσι με τον τύπο στη Δίωξη, γιατί ποτέ δεν σ’ έπιασα να σ’ τα πω πρόσωπο με πρόσωπο. Αν και στην αρχή πίστεψα πως ήσουν μέσα στο κόλπο... Ξέχασέ το που σε παίδεψα. Το ξέρω, έκανα λάθος». Η υπόθεση των ναρκωτικών από την Κάρυστο. Ένας μα-
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 20 λάκας που με είχε ξεγελάσει μέσα στα μάτια μου και τον είχα και επικεφαλής, ο ηλίθιος. Δεν μπορούσα να το ξεχάσω. «Κύριε διευθυντά, σχετικά με την υπόθεση των ιχθυοτροφείων...» «Τα είπαμε αυτά. Ούτε ΕΔΕ ούτε τίποτα. Τελείωσε αυτό. Βρες το αρχίδι που σκότωσε τον Νεοκλή. Αυτό θέλω από σένα και πατσίσαμε». Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, αφήνοντας την εντύπωση πως του χρωστούσα. Δεν χρωστούσα σε κανέναν. Ο Ατσαλάκωτος απομακρύνθηκε από το αμάξι λέγοντας στον Τσόρο πως θα περπατούσε μέχρι το σπίτι, κι εγώ στον Τσόρο να περάσει μέσα. Αλλαγή προσώπου, ίδια οδηγία. Ο Τσόρος κάθισε στη θέση του οδηγού και έκλεισε την πόρτα. «Πού πάμε, κύριε;» έκανε ν’ αστειευτεί. «Τι γίνεται εδώ;» «Απ’ ό,τι κατάλαβα, πυροβόλησαν έναν τύπο». Έκλεισα την πόρτα χτυπώντας τη με δύναμη. Ένα κουνούπι είχε καταφέρει ήδη δυο τσιμπιές στο δεξί μου μπράτσο. «Κόψε τις μαλακίες και λέγε. Ποιος τον ειδοποίησε; Τι δουλειά έχει ο Μητσάκης εκτός γραφείου;» O Τσόρος γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω. Με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, χαρίζοντάς μου ένα ύπουλο χαμόγελο. «Καπετάνο, Ατσαλάκωτο δεν τον φωνάζετε μεταξύ σας;» Κόμπιασα. Το έπιασε. «Μην κολλάς. Δεν ρουφιανεύω εγώ στον Μητσάκη. Είναι περίεργος τύπος, μη φανταστείς πως μιλά και πολύ. Εμένα μου τηλεφώνησε νυχτιάτικα να περάσω να τον πάρω. Με έχει κάνει ανεπίσημα οδηγό του. Μη ρωτήσεις γιατί. Ξέρεις πως είναι περίεργος ο... Ατσαλάκωτος». «Είσαι νέο πρόσωπο γι’ αυτόν». «Τι να σου πω... Ίσως. Ίσως επειδή ξαναγύρισα πρόσφατα στο τμήμα. Είναι κι αυτός δύο χρόνια εδώ, του φάνηκε πως
ΤΟΞΙΚΑ ΜΑΤΙΑ 21 ταίριαζε στον νέο αυτή η θέση. Να ξέρεις πως στο σπίτι κοιμάται με τον ασύρματο ανοιχτό. Άκουσε τις διαβιβάσεις για τη σορό, κι όταν έμαθε το όνομα, με πήρε τηλέφωνο». Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω δίχως κουβέντα. Ο Τσόρος με παρατηρούσε μέσα από το αυτοκίνητο, ενώ η σειρήνα του ασθενοφόρου φώτιζε το πρόσωπό μου. Ποιος, διάολε, ήταν αυτός ο Νεοκλής Παρίσης; Ένα κουζινάκι λίγων τετραγωνικών μ’ ένα μικρό ψυγείο κι έναν βρόμικο νεροχύτη ήταν ό,τι είχαμε στον τέταρτο όροφο του τμήματος στην Αρεθούσης, για να τρώμε κάνα τοστ και να ψήνουμε νερόβραστο καφέ. Ο φραπές με πείραζε και παρότι καλοκαίρι έβαλα σ’ ένα μπρίκι μια κουταλιά ελληνικού καφέ, έριξα μισό φλιτζάνι νερό και περίμενα να φουσκώσει. Ξημέρωνε. Δεν χρειαζόσουν να ξέρεις το δελτίο καιρού για να καταλάβεις πως και σήμερα θα βράζαμε στην κατσαρόλα της Εύβοιας. Ξημέρωμα υγρασία, πρωί καύσωνας, μεσημέρι σούπα. Τράβηξα το μπρίκι από το φλόγιστρο στην τρίτη φουσκάλα και τον έχυσα σε μια κούπα που έγραφε It’s a nice day. Με τα αγγλικά δεν τα πήγαινα καλά, αλλά δυο τρία βασικά τα ψιλοσκάμπαζα ώστε να καταλάβω πόσο «καλή» μέρα ήταν. Η πράσινη αίθουσα –η αίθουσα των ανακρίσεων– ήταν το πρόχειρο κέντρο επιχειρήσεων. Πράσινοι τοίχοι, ξεφτισμένοι σοβάδες, μια λευκή λάμπα φθορίου κι ένας ξεθωριασμένος μαυροπίνακας, για να δένει με την ασχήμια των ανακρίσεων. Τα στόρια στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου ήταν κατεβασμένα. Ο ανακρινόμενος δεν πρέπει να έχει αίσθηση του χώρου και του χρόνου, μας μάθαιναν στη σχολή, κι εγώ εφάρμοζα την ίδια μέθοδο πάνω μας. Λιγότερα ερεθίσματα, για να πετάει αλλού το μυαλό μας. Δεν ήξερα αν αυτή η ψευδαίσθηση απομόνωσης είχε αποτελέσματα, αλλά η αίσθηση μυσταγωγίας που δημιουργούσε η απουσία φυσικού φωτός τούς ανάγκαζε να μου δίνουν σημασία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 22 Κάθισα στην κεφαλή του τραπεζιού και περίμενα. Στην τρίτη γουλιά καφέ, είδα την ανθυπαστυνόμο Μαρκένα με τον Ορέστη. Αξιωματικός εκείνη, στα είκοσι έξι, αυτός αρχιφύλακας μετά τα σαράντα, αταίριαστοι σε βαθμούς και παρουσία. Εκείνη σε μέγεθος μινιόν, με σκούρο μπλε τζιν και γκρι σακάκι με βάτες, εκείνος αγύμναστος, κορμί παρατημένο, με κοτλέ λινό κουστούμι και τραγιάσκα στο κεφάλι, που τον έκανε να μοιάζει με ψαρά. Τον έβλεπα κι έσκαγα. «Καλημέρα, αστυνόμε» χαιρέτησε η Μινιόν κι έβγαλε το σακάκι. Φορούσε λευκό φανελάκι με κόκκινη καρδιά για στάμπα. Τη συμπαθούσα τη μικρή. Γούσταρα τον τσαμπουκά της και την επιλογή της να τα βάζει με ντόπιους –που σε κάθε λάθος τη φώναζαν Αθηναία– και παλιές καραβάνες του τμήματος που δεν μπορούσαν να αποδεχτούν πως η μικρή, λόγω βαθμού, μπορούσε να τους διατάζει. Δεν πρόλαβα να χαιρετήσω, όταν ο τέταρτος της ομάδας άνοιξε την πόρτα με φόρα. Υπαστυνόμος Βαμβακάς. Δύσκολο ν’ αφήσεις ασχολίαστα τα εφαρμοστά του φανελάκια και τα στενά του παντελόνια. Κοντά στα δύο μέτρα, ντόπιος, από χωριό της βόρειας Εύβοιας, μάγκας στα μπράτσα, νταής στα λόγια. Και οι τέσσερίς μας πίναμε καφέ, ενώ ο Ορέστης μασούσε παράλληλα μια τυρόπιτα. Κάθισαν στο τραπέζι. Οι τρεις τους απέναντί μου. «Έχουμε νέα υπόθεση» είπα μοιράζοντας τρεις φωτοτυπίες της ταυτότητας του Νεοκλή Παρίση. «Ετών σαράντα έξι και, μ’ ένα πρόχειρο ψάξιμο στο ίντερνετ, αρχιτέκτονας, ιδιοκτήτης της εταιρείας Αναπτυξιακή». «Αιτία θανάτου;» ρώτησε η Μινιόν, πιάνοντας τα μαλλιά της σ’ έναν κότσο που αποκάλυψε δυο μικρά, ασημένια, στρογγυλά σκουλαρίκια στ’ αυτιά της. «Με μια πρώτη ματιά φαίνεται πως οφείλεται σε πυροβολισμό εξ επαφής στο μέτωπο».
ΤΟΞΙΚΑ ΜΑΤΙΑ 23 «Εκτέλεση» σχολίασε ο Βαμβακάς, συμπληρώνοντας: «Ψάχνουμε για επαγγελματία». «Θα περιμένουμε τα αποτελέσματα των ιστολογικών και τοξικολογικών εξετάσεων για να είμαστε σίγουροι». «Πίεσα τον ιατροδικαστή να κάνει γρήγορα» σχολίασε ο Ορέστης με ψίχουλα στο στόμα. «Αυτή τη φορά δεν χρειαζόταν». Σηκώθηκα όρθιος να εξηγήσω, πριν αρχίσουν οι ερωτήσεις. Πήγα στο παράθυρο. «Όταν έφτασα στον τόπο του εγκλήματος, βρήκα εκεί τον Ατσαλάκωτο. Είχε φτάσει πριν από μένα στην περιοχή του Παλιού Γηροκομείου». Παρατήρησα τον Βαμβακά να αναστατώνεται στην καρέκλα του. «Ξέρω. Είναι περίεργο πώς ξεμύτισε από το σπίτι του τέτοια ώρα». «Ο Ατσαλάκωτος βγήκε εκτός γραφείου;» ρώτησε ο Βαμβακάς. «Το θύμα φαίνεται πως είναι κάποιος γνωστός του» εξήγησα και πρόλαβα να δω μια έκφραση δυσφορίας στο πρόσωπό του, προτού ξεκινήσω να ανακοινώνω τις οδηγίες προς όλους. Ο Βαμβακάς θα έψαχνε στη γειτονιά του Παλιού Γηροκομείου για μάρτυρες, η Μινιόν θα επισκεπτόταν το ίδιο το Γηροκομείο, που τώρα στέγαζε το Κέντρο Αστέγων, κι εγώ με τον Ορέστη τη δύσκολη δουλειά: τον καταυλισμό των Ρομά. «Είστε ελεύθεροι» είπα μόλις τελείωσα με τις οδηγίες. Βαμβακάς και Μινιόν σηκώθηκαν να φύγουν. Ο Ορέστης έμεινε στη θέση του. Έφαγε την τελευταία μπουκιά τυρόπιτας, τσαλάκωσε το περιτύλιγμα και το άφησε στο τραπέζι. Πεινούσα. Πριν ανοίξουν την πόρτα, τους προειδοποίησα: «Στις διαβιβάσεις σας, στους ασυρμάτους, να είστε τυπικοί. Δεν είμαστε μόνοι στις συχνότητες». «Αφεντικό, έτσι θα πάμε;» Οδηγούσα το γέρικο Golf μου στην Ορέστη Μακρή και ετοι
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 24 μαζόμουν να στρίψω δεξιά μετά το πλυντήριο αυτοκινήτων, με προορισμό τον καταυλισμό των Ρομά. «Θες να σταματήσουμε να τους πάρουμε γλυκά;» ρώτησα. Δεν γέλασε. Έδειχνε αγχωμένος. «Μήπως έπρεπε να καλέσουμε ενισχύσεις; Μην είμαστε μόνοι...» «Αντί για δύο μπάτσους, να σκάσουμε καμιά δεκαριά;» του είπα και μάσησα την τελευταία μπουκιά από το κουλούρι μου. «Δεν λέω αυτό, ρε αφεντικό. Απλά μην πάμε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι εκεί μέσα». «Έχεις ξαναπάει στα Γύφτικα;» «Όχι. Εσύ;» Δεν απάντησα. Σε λίγο θα ήμασταν εκεί. Άναψα το πουράκι και προσπάθησα να ξεχάσω εκείνη τη φορά που είχα βρεθεί για τελευταία φορά στον καταυλισμό. Ο Ορέστης έπιασε την υπεκφυγή μου κι έκανε να ξαναρωτήσει. Φρέναρα απότομα και σταμάτησα πίσω από μια μάντρα μισό μέτρο ύψος. Είχαμε φτάσει. Εδώ, έξω από τα φυσικά σύνορα του κόσμου τους. «Κατέβα» είπα και βγήκα πρώτος. Έκλεισα την πόρτα και πέρασα πάνω από τη μάντρα. Πέντε μέτρα πάνω στο χώμα, πριν βρεθώ σε μια παράταξη από τέσσερα «σπίτια» με βασικό δομικό υλικό τη λαμαρίνα και για χώρισμα μεταξύ τους μπουγάδες απλωμένων ρούχων. «Κον σι καβά;» «Κον αβιλό;»* Δύο γριές με τσεμπέρια μίλαγαν φωναχτά μεταξύ τους κοιτώντας με, ενώ στα επόμενα δευτερόλεπτα ένας άντρας με μαύρη φόρμα, μαύρο φανελάκι και χρυσό σκουλαρίκι στο αυτί ήρθε και στάθηκε μπροστά από τις γριές. «Ποιοι είστε εσείς;» Δεν μας ήξερε. Καλό αυτό. * «Ποιος είναι αυτός;» – «Ποιος ήρθε;»
ΤΟΞΙΚΑ ΜΑΤΙΑ 25 Εγώ τους ήξερα. Μου τα είχε διηγηθεί ο αρχηγός τους, ο Δάδας, εκείνο το πρωινό που με βρήκε στον δρόμο. Ζέστη. Μύγες. Ο ήλιος με ξύπνησε. Πρόσφυγες ήταν όλοι τους, από την Κωνσταντινούπολη. Ήρθαν το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών στους οικισμούς της Θράκης και της Μακεδονίας. Περί το ’45 και το τέλος του πολέμου, τέσσερις οικογένειες της ομάδας των Καλπαζάια κατηφόρισαν προς τα νότια κι έκαναν την αρχή τους σ’ αυτά τα χώματα της Εύβοιας. Πίσω από μια μάντρα με μεγαλύτερη ιστορία από της δικής μου οικογένειας. «Θέλω να μιλήσω στον Δάδα» είπα στον άντρα με το σκουλαρίκι. «Και ποιος είσαι συ;» «Πες του Καπετάνος. Ξέρει». Ο Ορέστης έφτιαξε το κασκέτο στο κεφάλι του, αποφεύγοντας να με κοιτάξει. «Περιμένετε εδώ» είπε φτύνοντας στο χώμα και με αργά βήματα χάθηκε πίσω από την μπουγάδα. Οι γριές συνέχιζαν να μας κοιτούν. Τώρα η μία κάπνιζε. Η άλλη μας έδειχνε με το πιγούνι πετώντας ανά δύο φράσεις τη λέξη γκατζέ. Κι άδικο δεν είχε. Ξένοι ήμασταν γι’ αυτούς, όπως κι αυτοί για μας. Άναψα δεύτερο πουράκι, ρωτώντας τον Ορέστη αν ήθελε. Αρνήθηκε. Οι γριές είχαν γυρίσει πίσω στις δουλειές τους κι ο άντρας με τα μαύρα ρούχα μάς έδειχνε να προχωρήσουμε. Περπατήσαμε στην άκρη του χωραφιού, παράλληλα με τη μάντρα, πίσω από μια δεύτερη συστάδα τσαντιριών. Πέντε παιδιά κάθονταν στο χώμα, σε κύκλο, παίζοντας με μια μπάλα του μπάσκετ. Φορούσαν χρωματιστά πουκάμισα ενηλίκων. Ένας σκύλος γάβγιζε σε δυο άντρες που διαπληκτίζονταν πάνω από τις λαμαρίνες ενός κουφαριού αυτοκινήτου. Μια γυναίκα με φούξια φόρεμα και άσπρες ξεφτισμένες κάλτσες, ανεβασμένες μέχρι τη μέση του καλαμιού της, έστυβε σκυφτή ένα βρεγμένο
www.metaixmio.grRkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=