Τοξικά μάτια

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 8 νει. Ο ώμος της, στο σημείο που την ακουμπά η γριά, στάζει αίμα. Προσπαθεί να κουνηθεί ξανά. Δεν τα καταφέρνει. Η φωτιά έχει περάσει μπροστά της. Ο τόπος φλέγεται. Το μαύρο σάβανο λιώνει μαζί με τη γριά. Εκείνη μένει ασάλευτη, σαν ξεχασμένο κερί στη ζέστη. Η όρασή της θολώνει. Ζέστη. Προσπαθεί να φωνάξει βοήθεια. Το στόμα της κόβεται στα δύο. Πεθαίνει σε μια κόλαση φωτιάς. Ήχος από γυαλί που σπάει. Ξυπνά. Εφιάλτης, εφιάλτης. Το ποτήρι με το νερό είναι δίπλα στο κομοδίνο της. Δεν έχει σπάσει. Προσπαθεί να βρει την αναπνοή της, ενώ ταυτόχρονα παλεύει να ξεχωρίσει αν ο ήχος του γυαλιού ήταν αληθινός. Αισθάνεται την καρδιά της να σφυροκοπά μέσα στο στέρνο της. Πονάει, σαν κάποιος να την έχει χτυπήσει με σφυρί. Όταν τελικά καταφέρνει να σηκωθεί από το κρεβάτι, νιώθει το κρύο στα πέλματά της. Βγαίνει από το δωμάτιο, ξυπόλυτη. Φοράει ένα μαύρο νυχτικό, που σέρνεται στο πάτωμα, δίπλα στην κουπαστή της σκάλας. Κοιτάζει κάτω. Τα πιο βαθιά μέρη της ψυχής της αναγνωρίζουν τον Θάνατο. Τα μάτια της καίνε. Πισωπατά. Το κινητό της είναι στο δωμάτιό της, αλλά δεν διαλέγει να γυρίσει. Ανοίγει τη διπλανή πόρτας και τότε όλος ο κόσμος στριφογυρίζει, ξυπνάει, χαμογελά, δέχεται με παράπονο το φιλί στο μάγουλο και παίρνει τη θέση του κάτω από το κρεβάτι. Κοιτά το ταβάνι, αντικρίζοντας τα αυτοκόλλητα να φωσφορίζουν. Ένας έναστρος ουρανός. Βρίσκει τη θέση της ανάμεσα στα άστρα. Είναι έτοιμη. Βγαίνει από το δωμάτιο και φτάνει ξανά στη σκάλα. Τα βήματά της τρίζουν πάνω στο ξύλο. Στέκεται και πάλι στην κουπαστή. Ο Θάνατος ανεβάζει το βλέμμα του πάνω της. Την κοιτά. Εκείνη αναγνωρίζει το πρόσωπό του. Ξέρει. Έχει φορέσει κι εκείνη τα ίδια μάτια, αυτή τη μύτη, το μέτωπο. Για μια στιγμή νιώθει πως η γριά του εφιάλτη είναι δίπλα της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=