ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 28 «Δάδα, είναι σημαντική για μας αυτή η υπόθεση». «Μεριπέ» μονολόγησε. «Ναστί ασαϊόμ ιτς αντό μο αγιάτο».* Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Το νερό είχε αρχίσει να βράζει. Ξεχείλιζε από την κατσαρόλα τσιτσιρίζοντας στις φλόγες γύρω της. «Όλη η ζωή μέσα σε μαύρα ρούχα, Καπετάνο». Και τώρα τα φορούν οι συγγενείς του Παρίση. Με κοίταξε μέσα στα μάτια. Οι κόρες των ματιών του μαύρες. «Κατάρα να ντύνεσαι με πόνο». Έφερε το χέρι του πίσω από τον αυχένα μου, μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Το πρόσωπό σου, μπαλαμέ. Μου έφερες τη θάλασσα στην πληγή και μ’ έτσουξε το αλάτι». Δεν έκανα πίσω. Του χρωστούσα. «Ο κχαμ ικλιλό» είπα και κάπου μου φάνηκε πως το βλέμμα του υγράνθηκε. «Ο κχαμ ικλιλό;...» ρώτησε ο Ορέστης, μόλις έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου. «Ο ήλιος βγήκε» εξήγησα κι έβγαλα ένα πουράκι από την ταμπακιέρα μου. Δεν έβαλα μπρος το αμάξι. Ο Ορέστης με κοίταξε περιμένοντας να ξηγηθώ. Θα το έκανα. Ο Ορέστης ήταν από τους ελάχιστους φίλους που είχα. Άντρας ντόμπρος, παλιάς κοπής. Αυτός έσωζε την πλάτη μου από τα μαχαιρώματα των παλιών στο τμήμα κι εγώ προστάτευα τη δική του από τις μοντερνιές του Ατσαλάκωτου. «Αφεντικό, δεν θα γλιτώσεις έτσι εύκολα». «Δεν θα σ’ έπαιρνα μαζί μου αν ήθελα να τη σκαπουλάρω». Αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή ήταν πως η γνωριμία του με τον Δάδα θα του φαινόταν χρήσιμη. Ένα σωσίβιο, αν ποτέ χρειαζόταν να κολυμπήσει στη θάλασσά τους. * «Θάνατος». – «Δεν μπόρεσα να γελάσω καθόλου στη ζωή μου».
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=