ΤΟΞΙΚΑ ΜΑΤΙΑ 27 έβγαλε ένα εμφιαλωμένο μπουκαλάκι νερό και το άδειασε σ’ ένα κατσαρόλι. Ο Ορέστης ακόμη δεν είχε βγάλει κουβέντα. «Αποδώ ο συνάδελφός μου» είπα όσο ο Ρομ προσπαθούσε ν’ ανάψει το μάτι σε μια κουζίνα υγραερίου. Ο Ορέστης έκανε να δώσει το χέρι του, αλλά ο Δάδας πάλευε να βράσει το νερό. Μύριζε υγραέριο. Μια μικρή φλόγα κάτω από την κατσαρόλα. «Το αερικό σου είναι ανήσυχο, Ορέστη. Πρώτη φορά στα σπίτια μας;» Ο Ορέστης δίστασε. Έφτιαξε πρώτα το σακάκι στους ώμους του και απάντησε κοιτώντας τις μπλε φλόγες που ξέφευγαν από το κουζινικό. «Δεν έτυχε να περάσω ξανά». «Η τύχη είναι περίεργο πράγμα, φίλε μου» σχολίασε ο Δάδας και τον πλησίασε. «Τυχαίνει τις πιο πολλές φορές στους δειλούς να έχουν τα φώτα». «Θέλουμε τη βοήθειά σου» πετάχτηκα, πριν ο Ορέστης επεξεργαστεί την πρόταση του Δάδα και μπλέξουμε. Ο Δάδας χαμογέλασε. «Χτες το βράδυ, κατά τις τρεις με τέσσερις η ώρα, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στον λόφο του Παλιού Γηροκομείου, πυροβολήθηκε ένας άντρας κοντά στα σαράντα». «Είναι δικός μας;» Ο Δάδας ήταν ο αρχηγός της φυλής του. Αν ήταν Ρομ, θα το γνώριζε από τους πρώτους. «Όχι. Νεοκλής Παρίσης ονομάζεται» απάντησα σοβαρά, αρχίζοντας να εκνευρίζομαι για τον διαχωρισμό του θανάτου σε μου και σας. «Πού να ξέρω τι ορίζει η μοίρα για τον καθένα εκτός μάντρας, ρε Καπετάνο;» «Τριγυρνάτε όλη μέρα κι όλη νύχτα στην περιοχή. Κάποιος μπορεί να είδε ή να άκουσε κάτι. Στα λημέρια σας ήταν». «Θα ρωτήσω τα παιδιά μας και κάθε τσαντίρι. Αυτά που θα μάθω θα σ’ τα πω».
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=