Τοξικά μάτια

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 26 σεντόνι. Από κάπου ακουγόταν ένας αμανές, ενώ ένα τσούρμο περιστέρια τσιμπολογούσαν την άκρη ενός σκισμένου τσουβαλιού με ζωοτροφή. Μύριζε καμένο. Σαν σίδερο που μόλις έχει τροχιστεί. Ο άντρας που μας οδηγούσε σταμάτησε απότομα έξω από ένα λευκό τροχόσπιτο με σκασμένα λάστιχα. Ένας ευδιάκριτος λευκός ιστός αράχνης είχε σχηματιστεί γύρω από τη ζάντα. Δεν περίμενα καμιά αναγγελία της επίσκεψής μας για να περάσουμε. Πάτησα πάνω σ’ ένα χοντρό τούβλο που χρησίμευε για σκαλοπάτι κι άνοιξα την πόρτα. Ο Ορέστης ακολούθησε. Στα δευτερόλεπτα που έκανα να συνηθίσω στο μισοσκόταδο της καμπίνας, άκουσα τον Δάδα να λέει: «Πάει καιρός, αλίτι-τσχαβρό».* Το σκαμμένο του πρόσωπο εμφανίστηκε κοντά μου. Μύριζε λιβάνι. Ο Δάδας όρμησε πάνω μου και με γράπωσε από τον γιακά του πουκαμίσου. Ο Ορέστης έκανε να πιάσει το όπλο του, αλλά το βλέμμα μου τον έκανε να διστάσει. Ο εξηντάχρονος Ρομά με τα πυκνά γένια και τα χαλασμένα δόντια ξεκούμπωσε βιαστικά τα πρώτα δύο κουμπιά του πουκαμίσου μου κι άναψε τον αναπτήρα του μπροστά στο στέρνο μου. «Θεριό είσαι πάλι» αναφώνησε απελευθερώνοντάς με. «Σ’ το χρωστάω, Δάδα». «Μη με πιλατεύεις. Έχεις ξεπληρώσει». Ο Δάδας έκανε ένα βήμα πίσω στον στενό διάδρομο κι έσκυψε μπροστά από ένα κοντό ψυγείο. Φορούσε μαύρο πουκάμισο διπλωμένο μέχρι τους αγκώνες και φαρδύ γκρι παντελόνι. Στους πήχεις του ξεχώριζαν κάτι γκρι μουτζούρες. Τατουάζ, φθαρμένα από τον χρόνο. «Θέλετε τσάι;» Αρνήθηκα ευγενικά, ενώ ξεκίνησα να κουμπώνομαι. Ο Δάδας * Αλητόπαιδο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=