Τοξικά μάτια

ΤΟΞΙΚΑ ΜΑΤΙΑ 25 Εγώ τους ήξερα. Μου τα είχε διηγηθεί ο αρχηγός τους, ο Δάδας, εκείνο το πρωινό που με βρήκε στον δρόμο. Ζέστη. Μύγες. Ο ήλιος με ξύπνησε. Πρόσφυγες ήταν όλοι τους, από την Κωνσταντινούπολη. Ήρθαν το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών στους οικισμούς της Θράκης και της Μακεδονίας. Περί το ’45 και το τέλος του πολέμου, τέσσερις οικογένειες της ομάδας των Καλπαζάια κατηφόρισαν προς τα νότια κι έκαναν την αρχή τους σ’ αυτά τα χώματα της Εύβοιας. Πίσω από μια μάντρα με μεγαλύτερη ιστορία από της δικής μου οικογένειας. «Θέλω να μιλήσω στον Δάδα» είπα στον άντρα με το σκουλαρίκι. «Και ποιος είσαι συ;» «Πες του Καπετάνος. Ξέρει». Ο Ορέστης έφτιαξε το κασκέτο στο κεφάλι του, αποφεύγοντας να με κοιτάξει. «Περιμένετε εδώ» είπε φτύνοντας στο χώμα και με αργά βήματα χάθηκε πίσω από την μπουγάδα. Οι γριές συνέχιζαν να μας κοιτούν. Τώρα η μία κάπνιζε. Η άλλη μας έδειχνε με το πιγούνι πετώντας ανά δύο φράσεις τη λέξη γκατζέ. Κι άδικο δεν είχε. Ξένοι ήμασταν γι’ αυτούς, όπως κι αυτοί για μας. Άναψα δεύτερο πουράκι, ρωτώντας τον Ορέστη αν ήθελε. Αρνήθηκε. Οι γριές είχαν γυρίσει πίσω στις δουλειές τους κι ο άντρας με τα μαύρα ρούχα μάς έδειχνε να προχωρήσουμε. Περπατήσαμε στην άκρη του χωραφιού, παράλληλα με τη μάντρα, πίσω από μια δεύτερη συστάδα τσαντιριών. Πέντε παιδιά κάθονταν στο χώμα, σε κύκλο, παίζοντας με μια μπάλα του μπάσκετ. Φορούσαν χρωματιστά πουκάμισα ενηλίκων. Ένας σκύλος γάβγιζε σε δυο άντρες που διαπληκτίζονταν πάνω από τις λαμαρίνες ενός κουφαριού αυτοκινήτου. Μια γυναίκα με φούξια φόρεμα και άσπρες ξεφτισμένες κάλτσες, ανεβασμένες μέχρι τη μέση του καλαμιού της, έστυβε σκυφτή ένα βρεγμένο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=