Τοξικά μάτια

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 24 μαζόμουν να στρίψω δεξιά μετά το πλυντήριο αυτοκινήτων, με προορισμό τον καταυλισμό των Ρομά. «Θες να σταματήσουμε να τους πάρουμε γλυκά;» ρώτησα. Δεν γέλασε. Έδειχνε αγχωμένος. «Μήπως έπρεπε να καλέσουμε ενισχύσεις; Μην είμαστε μόνοι...» «Αντί για δύο μπάτσους, να σκάσουμε καμιά δεκαριά;» του είπα και μάσησα την τελευταία μπουκιά από το κουλούρι μου. «Δεν λέω αυτό, ρε αφεντικό. Απλά μην πάμε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι εκεί μέσα». «Έχεις ξαναπάει στα Γύφτικα;» «Όχι. Εσύ;» Δεν απάντησα. Σε λίγο θα ήμασταν εκεί. Άναψα το πουράκι και προσπάθησα να ξεχάσω εκείνη τη φορά που είχα βρεθεί για τελευταία φορά στον καταυλισμό. Ο Ορέστης έπιασε την υπεκφυγή μου κι έκανε να ξαναρωτήσει. Φρέναρα απότομα και σταμάτησα πίσω από μια μάντρα μισό μέτρο ύψος. Είχαμε φτάσει. Εδώ, έξω από τα φυσικά σύνορα του κόσμου τους. «Κατέβα» είπα και βγήκα πρώτος. Έκλεισα την πόρτα και πέρασα πάνω από τη μάντρα. Πέντε μέτρα πάνω στο χώμα, πριν βρεθώ σε μια παράταξη από τέσσερα «σπίτια» με βασικό δομικό υλικό τη λαμαρίνα και για χώρισμα μεταξύ τους μπουγάδες απλωμένων ρούχων. «Κον σι καβά;» «Κον αβιλό;»* Δύο γριές με τσεμπέρια μίλαγαν φωναχτά μεταξύ τους κοιτώντας με, ενώ στα επόμενα δευτερόλεπτα ένας άντρας με μαύρη φόρμα, μαύρο φανελάκι και χρυσό σκουλαρίκι στο αυτί ήρθε και στάθηκε μπροστά από τις γριές. «Ποιοι είστε εσείς;» Δεν μας ήξερε. Καλό αυτό. * «Ποιος είναι αυτός;» – «Ποιος ήρθε;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=