Τοξικά μάτια

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 18 χώρησα προς τη σορό. Απέφυγα να κοιτάξω τον Ατσαλάκωτο. Δεν χρειαζόμουν την άδειά του για να κάνω τη δουλειά μου. Ο Νεοκλής Παρίσης, ξαπλωμένος ανάσκελα στο χώμα, κοίταζε με τα ορθάνοιχτα πράσινα μάτια του τον μαύρο ουρανό, ενώ ο προβολέας του Εγκληματολογικού έδινε μια λευκή απόχρωση στο ήδη πελιδνό του κορμί. Πρόλαβα να δω ένα μυρμήγκι να σκαρφαλώνει στο μάγουλό του, πριν ο ιατροδικαστής παρακαλέσει τους άντρες του ΕΚΑΒ να τον σκεπάσουν και να τον βάλουν στο φορείο. Ο ιατροδικαστής έκανε να με πλησιάσει, όταν άκουσα μια φωνή πίσω μου να με προστάζει: «Έλα μαζί μου». Δεν είχα προλάβει ν’ αναγνωρίσω τον κάτοχό της, όταν είδα τον Ατσαλάκωτο να κατηφορίζει τον λόφο μπροστά μου. Η σορός είχε βρεθεί δίπλα σ’ έναν κάδο, στην οδό Βαλσαμά, λίγα μέτρα κάτω από το κτίριο που φιλοξενούσε το κέντρο υποδοχής αστέγων, αλλά, αν έκρινα από τη μεταξωτή γραβάτα και τα δερμάτινα παπούτσια του θύματος, ο Νεοκλής Παρίσης δεν ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν είχαν πού να κοιμηθούν. Επιπόλαιη διαπίστωση. Το ήξερα, αλλά βασανιζόμουν να συνθέσω μια εικόνα του θύματος, έστω και βιαστικά. Ο Ατσαλάκωτος δεν θα άρχιζε το κάπνισμα ένα ξημέρωμα Τρίτης για έναν κάποιον τυχαίο. Βρέθηκα δίπλα στο υπηρεσιακό Xsara, με τον Τσόρο να ανοίγει την πίσω πόρτα για να μπει ο Ατσαλάκωτος. Κοντοστάθηκα. Ο Τσόρος με κοιτούσε. Το μαύρο του μουστάκι κάλυπτε όλο το πάνω χείλος του. «Μπες μέσα, αστυνόμε» είπε ο Ατσαλάκωτος, κι εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη υπάκουσα. Κάθισα δίπλα του. Ο Ατσαλάκωτος έψαξε την εσωτερική τσέπη του μπλε σακακιού του και έβγαλε ένα πακέτο Marlboro κόκκινο, σκληρό. Το χέρι του έτρεμε. «Κλείσε την πόρτα, Καπετάνο». «Επιτρέπεται;» ρώτησα βγάζοντας την ταμπακιέρα με τα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=