ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 16 Τρίτη 2 Ιουλίου 2013, 04:20 Οι σόλες μου πατούσαν λάσπη. Ο αγωγός της ΕΥΔΑΠ είχε σπάσει στην κορυφή του λόφου του Παλιού Γηροκομείου, αυλακώνοντας χωράφια και δρόμο με νερό. Έμενα εδώ και λίγα λεπτά ασάλευτος σαν τρίποδο κάμερας σε φτωχή κινηματογραφική παραγωγή, με φακό το βλέμμα μου και σκηνοθέτη τον θάνατο. Τα μπατζάκια μου είχαν λερωθεί από τη λασπουριά, αλλά δεν έλεγα να κουνηθώ. Το νερό και η νύχτα έφερναν επιτέλους μια ανάσα δροσιάς στον καύσωνα των τελευταίων ημερών. Ο διευθυντής της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ευβοίας έστεκε πίσω από τον προβολέα του Εγκληματολογικού, που έριχνε το φως του στη σορό ενός γυμνού άντρα. Ένα σμήνος μυγάκια χόρευε μπρος στη δέσμη, δίνοντάς μου μια αίσθηση κινητικότητας. Τη χρειαζόμουν για να ενεργοποιηθώ. Ο Λεωνίδας Μητσάκης φυσούσε τον καπνό του τσιγάρου του στον ουρανό και δεν σκοτιζόταν για τα δικά του βρεγμένα μπατζάκια, τη στάχτη που έπεφτε πάνω στο μανίκι του, κι ούτε που νοιαζόταν να ισιώσει το τσαλακωμένο του πουκάμισο έξω από το παντελόνι του. Σήμερα ήταν ατσαλάκωτος μόνο στο παρατσούκλι. Το πρόσωπό του έδειχνε αφυδατωμένο. «Νεοκλής Παρίσης. Ετών σαράντα έξι. Βρήκαμε το αμάξι και το πορτοφόλι του λίγα μέτρα πιο κάτω, αφεντικό». Τα μυγάκια είχαν κάνει τη δουλειά τους. Κούνησα τα χέρια μου να τα απομακρύνω, κι αμέσως ένιωσα την υπόσταση του χώρου. Βρισκόμουν στον τόπο ενός εγκλήματος. «Ποιος μας ειδοποίησε;» ρώτησα τον Ορέστη, ενώ το κορμί του είχε πάρει μια ευθυτενή θέση, που τον έκανε να δείχνει μερικά εκατοστά ψηλότερος. «Οι άνθρωποι του δήμου τον βρήκαν. Ήταν λίγα μέτρα από τον κάδο. Πάλι καλά να λέμε που περνούσαν με το σκουπιδιάρικο εκείνη την ώρα, γιατί, όταν έφτασαν, είχαν αρχίσει να τον πλησιάζουν τα σκυλιά».
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=