ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 14 Ξαναέψαξε την τσάντα από δερματίνη που είχε στο πλευρό της και έβγαλε την κάρτα εισόδου της, και τότε είδε τα χείλη του Νεκτάριου να σχηματίζουν ένα συλλαβιστό καλωσόρισμα: «Καλημέρα, Νεφέλη». Χαμογέλασε ανταποδίδοντας και η βαριά καγκελόπορτα σύρθηκε, ώσπου εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά στην εσοχή του σιδερένιου φράχτη. Η Νεφέλη προχώρησε δίπλα από τα ανυψωτικά μηχανήματα που περίμεναν τους οδηγούς και προσπέρασε τις στοιβαγμένες παλέτες με τα σακιά. Τα νάιλον σκεπάσματα σχημάτιζαν γούβες με νερό από την υγρασία της νύχτας. Ελευθέρωσε την ξανθιά αλογοουρά της κι αμέσως ένιωσε τον αυχένα της απροστάτευτο. Σκέφτηκε τη γάτα. Πώς κατάφερε να επιβιώσει τις νύχτες σ’ αυτή την ερημιά; Αν δεν είχα αλλεργία, θα την έπαιρνα σπίτι. Ακούμπησε την κάρτα στη δεύτερη είσοδο και το σύστημα αυτοματισμού άνοιξε την πόρτα. Τα λευκά φώτα από τις λάμπες στην οροφή φώτιζαν τις οριζόντιες συσκευαστικές γραμμές, που σχημάτιζαν ένα Π περικλείοντας τον χώρο εγκιβωτισμού των πλαστικών συσκευασιών στα κιβώτια. Η Νεφέλη ένιωθε κάθε φορά την ίδια ανακούφιση για τον θόρυβο από τη γραμμή παραγωγής που έφτανε νεκρός στ’ αυτιά της – και ήταν από τις ελάχιστες περιπτώσεις στη ζωή της που απολάμβανε το γεγονός πως ήταν κωφή. Είχαν περάσει δεκαεφτά χρόνια από την τελευταία φορά που άκουσε κανονικά. Ήταν δέκα ετών όταν ο μέθυσος πατέρας της αποφάσισε να τη βάλει στη θέση του συνοδηγού και να την απαγάγει από το ίδιο της το σπίτι, σε μια πράξη εκδίκησης για την εγκατάλειψή του από τη μητέρα της. Το αμάξι χάθηκε σε μια από τις πολλές στροφές της Ερέτριας και βούλιαξε στη θάλασσα, τραβώντας τη μικρή Νεφέλη στον πάτο, διαλύοντας τα τύμπανά της και προκαλώντας της ένα εγκεφαλικό που έκανε το δεξί της πόδι να μείνει παράλυτο για τα επόμενα δύο χρόνια. Δεν κατάφερε ποτέ να θυμηθεί πώς βγήκε στην επιφά
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=