ΤΟΞΙΚΑ ΜΑΤΙΑ 13 Δευτερόλεπτα μετά, τα απέλπιδα βλέμματα των παιδιών της ήρθαν και κόλλησαν στη μουσούδα της, σε μια στενάχωρη μάσκα θλίψης. «Πού είσαι, λυπημένη μου;» Η Νεφέλη μόλις είχε αφήσει το ασημί της Hyundai ανάμεσα στα δύο φορτηγά μεταφοράς φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων του εργοστασίου της Profym ΑΕ. Μιας βιομηχανικής μονάδας δεκάδων στρεμμάτων με δύο φουγάρα-στόμια που ανέπνεαν πρωί βράδυ, χειμώνα καλοκαίρι, γιορτές και αργίες, με τις κολόνες υποστήριξης αγέραστες –και τους φύλακες αποκάτω τους ανέκφραστους σε κάθε καλημέρα καλησπέρα, δίνοντας την εντύπωση ανδρείκελων που στέκουν στη ζωή μόνο για να υπηρετούν το τσιμεντένιο οικοδόμημα με τα δύο φουγάρα. Η Νεφέλη έσκυψε κοντά στη γάτα. Τη συμπαθούσε που δεν νιαούριζε. Συχνά σκεφτόταν πως ήταν μουγγή και τη νοιαζόταν όλο και περισσότερο. Η Νεφέλη εμφάνισε ένα αλουμινόχαρτο στο ένα της χέρι. Έβγαλε γρήγορα το δεξί της γάντι, ξετύλιξε βιαστικά το περιτύλιγμα κι έκοψε ένα κομμάτι από μια ζεστή τυρόπιτα. «Έλα, λυπημένη μου. Φάε τίποτα. Καλύτερα το βλέπω σήμερα το μάτι σου. Τρώγε, τρώγε...» την παρακάλεσε – και μόνο όταν σιγουρεύτηκε πως η γάτα τής έκανε το χατίρι, περπάτησε προς τον φύλακα. Ο Νεκτάριος την παρατηρούσε να πλησιάζει. Σταμάτησε απέναντί του. Φορούσε ένα μαύρο αδιάβροχο, που έμοιαζε με μισοάδεια σακούλα σκουπιδιών, και είχε τα μαλλιά της κρυμμένα στον γιακά. Ο Νεκτάριος έκανε ν’ αστειευτεί με τα ρούχα της, αλλά δίστασε. Στις γυναίκες δεν αρέσουν οι εξυπνάκηδες, σκέφτηκε και έβαλε τα χέρια στην τσέπη. Η Νεφέλη κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε να του πει καμιά εξυπνάδα για το μπουφάν τύπου fly που φορούσε, αλλά δίστασε. Στους άντρες δεν αρέσουν οι εξυπνάδες, σκέφτηκε.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=