Τοξικά μάτια

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΙΜΟΣ 12 είχε κάνει πριν από τρεις μήνες, κι οι δύο βαθιές χαρακιές στο πρόσωπό της –που λίγο έλειψε να της στοιχίσουν το αριστερό της μάτι– είχαν αρχίσει να γιαίνουν. Το φαγητό. Αυτή ήταν η κύρια αιτία των θανάτων στη φυλή της. Έπρεπε να είσαι προσεκτική αν ήθελες να επιβιώσεις. Τις νύχτες που η πείνα έσφιγγε το στομάχι σου, εσύ όφειλες να αποφύγεις τον εύκολο δρόμο, κι εκείνη είχε εκπαιδευτεί από τη μάνα της να μυρίζει τον θάνατο και να τον κοροϊδεύει, να γλείφει τις άκρες απ’ το φαΐ προσπαθώντας να αισθανθεί τα λεπτά γυαλάκια σε μια λαχταριστή μπάλα κιμά, που στην πρώτη μπουκιά σού άλεθε τα έντερα σαν θεριστής σε σπαρτά. Φοβόταν την τροφή που ερχόταν χωρίς κόπο. Ήταν η πρώτη που έβγαζε τα νύχια της και κυνηγούσε τα ποντίκια στα χωράφια, τα τριζόνια στα χαμηλά κλαδιά. Σπάνια έκανε εξαίρεση σε αποφάγια από τον φύλακα του εργοστασίου –αν και, σ’ αυτή την περίπτωση, η αγέλη των σκύλων είχε προτεραιότητα–, και αυτό πάντα με δοκιμή. Ήταν καλή στο κυνήγι και κατάφερνε να θρέψει τα μικρά της. Σε λίγους μήνες θα είχε βοήθεια από τα νεανικά τους κορμιά και τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα για όλους, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε, μέχρι που αισθάνθηκε μόνη στο υγρό σκοτάδι, ένιωσε τον ψυχρό αέρα να την πελεκάει. Το συσσωμάτωμα που τις νύχτες σχημάτιζε μια τριχωτή μπάλα είχε διαλυθεί. Δεν άργησε να καταλάβει πως τα μικρά, με το θράσος της νιότης τους και τη νυχτερινή πείνα στο στομάχι τους, διέσχισαν τον δρόμο, αγνόησαν την αγέλη των τσοπανόσκυλων και τρύπωσαν μέσα από τα κάγκελα της αυλής στο προαύλιο του εργοστασίου. Εκείνη έψαξε να τα μαζέψει ακολουθώντας τη μυρωδιά τους, κι όταν πια τα βρήκε, τα είδε να ξεψυχούν σαν κουρδιστά παιχνίδια που ο χρόνος τους έληγε. Σπαρταρούσαν έξω από τον κάδο σκουπιδιών, με αφρούς στο στόμα και με κόκκινες φλέβες να κρέμονται από τις κόγχες των ματιών τους, χάνοντας εφτά ζωές μέσα σε μια πνοή ανέμου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=