Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι

[ 635 ] ΦΤΕΡΆ πότε έκανε από καμιά ερώτηση. Ήμουν σίγουρος όμως ότι βαριό­ ταν κι ίσως να ένιωθε χολωμένη με την Όλλα που δεν την είχε αφήσει να δει το μωρό. Έριξε μια ματιά στην κουζίνα της Όλλα. Πήρε μια τούφα μαλλιών στα δάχτυλά της κι άρχισε να περιεργάζε­ ται τα πράγματα της Όλλα. Η Όλλα επέστρεψε στην κουζίνα και είπε: «Τον άλλαξα και του έδωσα το παπάκι του. Ίσως τώρα μας αφήσει να φάμε. Αλλά μην είστε και σίγουροι». Σήκωσε το καπάκι κι έβγαλε την κατσαρόλα απ’ το μάτι. Έχυσε την κόκκινη σάλτσα σ’ ένα μπολ κι έφερε το μπολ στο τραπέζι. Ξεσκέπασε και κάποιες άλλες κατσαρόλες και κοίταξε να δει αν ήταν όλα έτοιμα. Στο τραπέζι υπήρχε βραστό χοιρινό, γλυκοπατάτες, πουρές πατάτας, φασόλια γίγαντες, ρόκα καλαμπόκι, πράσινη σαλάτα. Η φρατζόλα της Φραν βρισκόταν σε δεσπόζουσα θέση δίπλα στο χοιρινό. «Ξέχασα τις χαρτοπετσέτες» είπε η Όλλα. «Ξεκινήστε. Τι θα πιείτε; Ο Μπαντ πίνει γάλα μ’ όλα του τα γεύματα». «Κι εγώ γάλα» είπα εγώ. «Για μένα νερό» είπε η Φραν. «Θα βάλω μόνη μου. Δεν θέλω να σε χασομεράω. Έχεις τόσα να κάνεις». Έκανε να σηκωθεί απ’ την καρέκλα της. Η Όλλα είπε: «Σε παρακαλώ. Είστε παρέα. Μη σηκώνεσαι. Θα σου το φέρω εγώ». Είχε ξανά κοκκινίσει. Καθόμασταν με τα χέρια στα γόνατά μας περιμένοντας. Σκε­ φτόμουν εκείνα τα γύψινα δόντια. Η Όλλα επέστρεψε με τις χαρ­ τοπετσέτες, ψηλά ποτήρια με γάλα για τον Μπαντ κι εμένα, κι ένα ποτήρι παγωμένο νερό για τη Φραν. Η Φραν είπε: «Ευχαριστώ». «Παρακαλώ» είπε η Όλλα. Έπειτα πήρε κι αυτή θέση. Ο Μπαντ ξερόβηξε. Έγειρε το κεφάλι του κι είπε μια μικρή προσευχή. Μι­ λούσε τόσο σιγά που μετά βίας ξεχώριζα τα λόγια. Έπιασα όμως την κεντρική ιδέα – ευχαριστούσε την Υπέρτατη Δύναμη για την τροφή που επρόκειτο να καταναλώσουμε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=