Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι

[ 627 ] ΦΤΕΡΆ νο παντελόνι κι ένα κοντομάνικο σπορ πουκάμισο. Και τα καλά μου μοκασίνια. Όταν είδα τι φορούσε ο Μπαντ, δεν μου άρεσε που είχα ντυθεί καλά. «Χαίρομαι που ήρθατε» είπε ο Μπαντ καθώς έφτανε στο αμάξι. «Ελάτε μέσα». «Γεια σου Μπαντ» είπα. Η Φραν κι εγώ βγήκαμε απ’ το αμάξι. Το παγόνι στεκόταν πα­ ράμερα κουνώντας το μοχθηρό κεφάλι του πέρα δώθε. Προσέχαμε να κρατάμε κάποια απόσταση. «Δυσκολευτήκατε να βρείτε το μέρος;» με ρώτησε ο Μπαντ. Δεν είχε κοιτάξει τη Φραν. Περίμενε να τους συστήσω. «Είχαμε λεπτομερείς οδηγίες» είπα. «Μπαντ, αποδώ η Φραν. Φραν, αυτός είναι ο Μπαντ. Αν έχει ακούσει για σένα, Μπαντ». Γέλασε κι έσφιξε το χέρι της Φραν. Η Φραν ήταν πιο ψηλή απ’ τον Μπαντ. Ο Μπαντ σήκωνε το βλέμμα του να την κοιτάξει. «Μου λέει για σένα» είπε η Φραν. Τράβηξε το χέρι της. «Ο Μπαντ εκείνο, ο Μπαντ το άλλο. Είσαι το μόνο πρόσωπο για το οποίο μιλάει. Είναι σαν να σε γνωρίζω». Είχε ακόμα το νου της στο παγόνι. Είχε πλησιάσει στη βεράντα. «Είναι φιλαράκος μου» είπε ο Μπαντ. « Θα ’πρεπε να μιλάει για μένα». Μόλις το είπε αυτό ο Μπαντ, χαμογέλασε και μου έδωσε μια σκουντιά στο μπράτσο. Η Φραν εξακολουθούσε να κρατάει τη φρατζόλα της. Δεν ήξερε τι να την κάνει. Την έδωσε στον Μπαντ. «Σας φέραμε κάτι». Ο Μπαντ πήρε τη φρατζόλα. Τη γύρισε απ’ την ανάποδη και την κοίταζε λες και πρώτη φορά έπιανε φρατζόλα στα χέρια του. «Πολύ καλό εκ μέρους σου». Έφερε τη φρατζόλα στο πρόσωπό του και τη μύρισε. «Η Φραν το έψησε αυτό το ψωμί» είπα στον Μπαντ. Ο Μπαντ συγκατάνευσε. Έπειτα είπε: «Πάμε τώρα μέσα να γνωρίσετε τη σύζυγο και μητέρα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=