Ο τόπος των μυστικών

17 Ο Τ Ο Π Ο Σ Τ Ω Ν Μ Υ Σ Τ Ι Κ Ω Ν «Όχι εδώ». Η λοξή ματιά στη γραμματέα μας σήμαινε ότι ήθελε να μείνουμε οι δυο μας. Ως έφηβη, προσέχεις. Ως κόρη αστυνόμου, προσέχεις διπλά. Αλλά η Χόλι Μακέι: Αν της φέρεις κάποιον που δεν θέλει, τελείωσες. «Πάμε να βρούμε ένα μέρος να μιλήσουμε» είπα. Εγώ δούλευα στις Ανεξιχνίαστες Υποθέσεις. Όταν φέρ- νουμε μάρτυρες για ανάκριση, αρέσκονται να πιστεύουν ότι δεν μετράει το ίδιο · δεν είναι στ’ αλήθεια έρευνα για φόνο, ούτε κανονική έρευνα με όπλα και χειροπέδες, κάτι που θα σαρώσει τη ζωή τους σαν ανεμοστρόβιλος. Είναι σαν κάτι παλιό και απαλό, που οι αιχμηρές του γωνίες έχουν φθαρεί και μαλακώσει. Κι εμείς πηγαίνουμε με τα νερά τους. Η βασική αίθουσα ανακρίσεών μας μοιάζει με όμορφη αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου. Μαλακοί καναπέδες, περσίδες, γυά- λινο τραπεζάκι γεμάτο περιοδικά με τσακισμένες σελίδες. Χάλια τσάι και καφές. Δεν υπάρχει λόγος να προσέξεις την κάμερα στη γωνία ή το τζάμι παρακολούθησης πίσω από τις περσίδες, αν δεν θέλεις δηλαδή – και δεν θέλουν. Δεν θα πονέσει καθόλου, κύριε, λίγα λεπτάκια και θα φύγετε να πάτε σπίτι σας. Οδήγησα τη Χόλι εκεί. Άλλο παιδί θα τιναζόταν διαρκώς νευρικά, θα γύριζε το κεφάλι αποδώ κι αποκεί, αλλά τίποτα από αυτά δεν ήταν καινούργιο για τη Χόλι. Προχωρούσε στον διάδρομο σαν να βρισκόταν στον διάδρομο του σπιτιού της. Καθώς βάδιζε, την κοίταξα προσεκτικά. Είχε μεγαλώσει θαυμάσια. Μέτριο ύψος ή λίγο κάτω του μετρίου. Αδύνατη, πολύ αδύνατη, αλλά ήταν από φυσικού της · δεν έμοιαζε ξενη- στικωμένη. Οι καμπύλες της μάλλον αναπτύσσονταν τώρα. Δεν ήταν κούκλα, όχι ακόμη τουλάχιστον, αλλά δεν είχε και κάτι άσχημο –δεν είχε σπυράκια, σιδεράκια, το πρόσωπό της δεν είχε τίποτα στραβό–, και χάρη στα μάτια της δεν έδινε την

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=