Ο τόπος των μυστικών

16 T A N A F R E N C H Δεν ξέρω αν με αναγνώρισε. Ίσως όχι. Είχαν περάσει έξι χρόνια, εκείνη δεν ήταν παρά ένα παιδάκι, κι εγώ δεν έχω τί- ποτε το ιδιαίτερο πάνω μου, εκτός από τα κόκκινα μαλλιά μου. Μπορεί να με είχε ξεχάσει. Ή μπορεί να με είχε αναγνωρίσει αμέσως και να μη μίλησε για δικούς της λόγους. Άφησε τη γραμματέα μας να πει: «Αστυνόμε Μόραν, έχει έρθει κάποια να σας δει», δείχνοντας με το στιλό της προς τον καναπέ. «Η δεσποινίς Χόλι Μακέι». Ο ήλιος γλίστρησε στο πρόσωπό μου καθώς γύρισα, και τότε, φυσικά, κατάλαβα. Έπρεπε να είχα αναγνωρίσει τα μά- τια. Μεγάλα, καταγάλανα, με κάτι ιδιαίτερο στην ντελικάτη καμπύλη των βλεφάρων της · ένα λοξό γατίσιο βλέμμα, ένα χλωμό πλουμιστό κορίτσι σε έναν παλιό πίνακα, ένα μυστικό. «Χόλι» είπα και της έδωσα το χέρι μου. «Γεια σου. Πάει καιρός». Τα μάτια της δεν ανοιγόκλεισαν ούτε για ένα δευτερόλεπτο, είδε τα πάντα πάνω μου χωρίς να με αφήσει να δω τίποτα από εκείνη. Έπειτα σηκώθηκε. Η χειραψία της ήταν ακόμη χειραψία μικρού κοριτσιού, τράβηξε το χέρι της πολύ γρήγορα. «Γεια σου, Στίβεν» είπε. Η φωνή της ήταν ωραία. Καθαρή και δροσερή, όχι τσιριχτή σαν καρτούν. Η προφορά της κυριλέ, αλλά όχι δήθεν. Ο μπα- μπάς της δεν επρόκειτο να το επιτρέψει. Αν γύριζε σπίτι με τέτοια προφορά, θα την ανάγκαζε να βγάλει αμέσως τη στολή και θα την έστελνε σε δημόσιο σχολείο. «Τι μπορώ να κάνω για σένα;» «Έχω κάτι να σου δώσω» είπε σιγά. Σάστισα. Εννιά και δέκα το πρωί, ντυμένη με τη στολή της: Έκανε κοπάνα από ένα σχολείο όπου θα το πρόσεχαν· σίγουρα δεν είχε έρθει να μου δώσει ευχαριστήρια κάρτα με τόσα χρό- νια καθυστέρηση. «Ναι;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=