Ο τόπος των μυστικών

26 T A N A F R E N C H υπηρεσία. Ανέβηκε κι αυτή μαζί μου, και πήρα κατάθεση από τη Χόλι. Όταν τελειώσαμε, ζήτησα από τη γυναίκα, στον διά- δρομο, να πάει τη Χόλι στο Σεντ Κίλντα και η Χόλι μού έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα. «Έτσι στο σχολείο σου θα ξέρουν σίγουρα ότι ήσουν μαζί μας · ότι δεν έβαλες τον φίλο σου να τους τηλεφωνήσει. Θα γλιτώσεις τις φασαρίες» της εξήγησα. Το βλέμμα της έλεγε ότι δεν μπορούσα να την κοροϊδέψω. Δεν με ρώτησε τι θα γινόταν στη συνέχεια, τι θα κάναμε για την κάρτα. Ήξερε ότι δεν έπρεπε. Απλώς είπε: «Τα λέμε σύντομα». «Ευχαριστώ που ήρθες. Έκανες το σωστό». Η Χόλι δεν απάντησε. Απλώς μου χαμογέλασε ανεπαίσθη- τα και με χαιρέτησε φευγαλέα, λίγο σαρκαστικά, αν και όχι και τόσο. Παρατηρούσα την ίσια πλάτη της να χάνεται στον διάδρο- μο, με την κοινωνική λειτουργό να περπατάει σαν πάπια πίσω της προσπαθώντας να της πιάσει κουβέντα, όταν το συνειδη- τοποίησα: δεν είχε απαντήσει στην ερώτησή μου. Έκανε έναν ελιγμό για να περάσει δίπλα από κάποιον, με την άνεση κά- ποιου που έκανε πατίνια, και συνέχισε. «Χόλι». Γύρισε, ανεβάζοντας το λουρί της σάκας της πιο πάνω στον ώμο της. Ανήσυχη. «Σχετικά μ’ αυτό που σε ρώτησα νωρίτερα. Γιατί ήρθες σ’ εμένα;» Η Χόλι με κοίταξε προσεκτικά. Το βλέμμα της σε τάραζε, σαν πορτρέτο με βλέμμα που μοιάζει να σε ακολουθεί όπου κι αν στέκεσαι. «Τότε» άρχισε να λέει. «Όλη τη χρονιά, όλοι ήταν πολύ προσεκτικοί. Λες και αν έλεγαν μια λάθος κουβέντα θα πάθαι- να νευρικό κλονισμό και θα άφριζα την ώρα που θα με έπαιρ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=