Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου

Π Η Ν Ε ΛΟ Π Η Δ Ε ΛΤΑ [16] — Σαν χήρεψε, πήγε στο μοναστήρι του Στουδίου. Εκεί γεννήθηκε το παιδί της. Μα η υγεία της ήταν κατεστραμμένη, δεν έγιανε ποτέ. Οι γιατροί την έβλεπαν που μαραίνουνταν κάθε μέρα και δεν καταλάβαιναν τι έχει! Εγώ ξέρω τι την έτρωγε· πάγει από ραγισμένη καρδιά!... Σαν ένιωσε πως κο- ντεύει το τέλος της, θέλησε να πάγει το παιδί της να προ- σκυνήσει τον τάφο του πατέρα του. Έφυγε λοιπόν από την Πόλη και με το διαβατήριο του Ευστάθιου Δαφνομήλη πήγε στο Δυρράχιο, κι από κει, με τη βοήθειά μου, μπήκε στη Σκά- μπα. Το ήξερε πως θα πέθαινε και ζήτησε να τη θάψουν πλάγι στον άντρα της. Εντολή μού άφησε να πάγω το παιδί της στη βασίλισσα, και μόνη της εκρέμασε τον σταυρό στον λαιμό του παιδιού, για να το αναγνωρίσει η Αυγούστα. — Κι έφυγες ευθύς; — Μόλις μπόρεσα. Άφησα τη γριά μου να φροντίζει την καντήλα των τάφων κι έφυγα. Τράβηξα πολλά, γιατί ο τό- πος ήταν ανάστατος. Εκείνες τις μέρες η Βέροια είχε παρα- δοθεί στον Βασιλιά μας χωρίς μάχη, μα τα Σέρβια βαστού- σαν. Εκείνος ο κοντός ανθρωπάκος, ο Νικουλιτσάς σαν λεοντάρι λένε πως πολεμούσε! Όταν έπεσε όμως το φρού- ριο και τον έπιασε ο βασιλιάς μας, τον εσυγχώρησε, λένε, και τον άφησε, λένε, κι ελεύθερο! Αλήθεια είναι; — Ναι, αλήθεια. Μα του έβαλε όρο να μην ξαναγυρίσει στη Βουλγαρία. — Στο μοναστήρι όπου ήμουν κρυμμένος τότε, έμαθα πως δραπέτευσε ο Νικουλιτσάς και πως έτρεξε με τον κα- ταραμένο του τον Σαμουήλ να πολιορκήσει πάλι τα Σέρβια. Ο Γρηγόρης ήλθε τότε και με βρήκε και μου διηγήθηκε πως

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=