Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
T O N K A I Ρ Ο Τ ΟΥ Β ΟΥΛ ΓΑ Ρ Ο Κ Τ Ο Ν ΟΥ [15] — Τ’ όνομα δεν το ξέρεις· μα τους γονείς του τους αντά- μωσες. — Εγώ; — ο Νικήτας τον κοίταξε σαστισμένος. — Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του Βασιλείου, εξή- γησε ο γέρος. Ο Αυτοκράτορας τον έστειλε με μυστική απο- στολή στα εχθρικά χώματα, κι εκεί σκοτώθηκε. Με τα χέρια μου τον έθαψα στην αυλή της φυλακής όπου ήμουν δεσμο- φύλακας. — Και τον είδα, λες, εγώ; —Ναι. Ταξίδευε με τη γυναίκα του ντυμένη αντρίκεια και τους πέρασες εσύ με τη βάρκα σου από τη μιαν όχθη της λίμνης της Πρέσπας στην άλλη, τότε που σ’ εγνώριζαν όλοι με τ’ όνομα ο Νικήτας ο βαρκάρης. 7 — Ξέρω...! Θυμούμαι! είπε ο Νικήτας συλλογισμένος. Παν έξι χρόνια από τότε... Λοιπόν το αγόρι εκείνο, ο παραγιός, ήταν γυναίκα του; Και πώς τα ξέρεις εσύ όλ̓ αυτά, γερο-Παγράτη; — Μου τα διηγήθηκε πέρσι ο Γρηγόρης, τον καιρό που με το ράσο του γύριζες εσύ στα βουλγάρικα μέρη κι έμενε αυτός κρυμμένος στη φυλακή μου. Εκείνες τις μέρες έφθα- σε και η μάνα του παιδιού, άρρωστη, στα τελευταία της, και πέθανε κει. Ο Γρηγόρης κι εγώ τη θάψαμε πλάγι στον καλό της... Με το χέρι σκούπισε ο γέρος τα δάκρυα που θόλωναν τα μάτια του. — Και πώς έτυχε να γυρίσει πάλι στη Σκάμπα η δύστυ- χη; ρώτησε ο Νικήτας. 7. Κοίταξε Για την Πατρίδα.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=