Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου

T O N K A I Ρ Ο Τ ΟΥ Β ΟΥΛ ΓΑ Ρ Ο Κ Τ Ο Ν ΟΥ [11] Ο γέρος δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σα σαστισμένος κοίτα- ξε τον νέο χωρικό και μια στιγμή το μάτι του σταμάτησε στα χέρια που κρατούσαν το κοιμισμένο παιδί. — Δεν έρχουμουν στο πανηγύρι, παιδί μου, είπε, ούτε ήξερα πως αυτό το κακό γίνεται δω. Έρχομαι από πολύ μακριά και δεν ξέρω τον τόπο. Η φωνή του γέρου μαρτυρούσε τέτοια κούραση, που ο χωρικός τον λυπήθηκε. — Κι εγώ δεν είμαι του τόπου, είπε πιο σιγά, ειδεμή θα σου έλεγα να έλθεις σπίτι μου... Στάσου! Έλα μαζί μου! Κά- τι θα σου βρω. Πηγαίνω στου Κατεπάνω 1 Κρηνίτη και η Κυρά έχει μεγάλη καρδιά. Θα λυπηθεί το παιδί σου. Και με το κοριτσάκι στην αγκαλιά, ο χωρικός ξεκίνησε ακολουθώντας την όχθη του ποταμού. — Εγγονάκι σου είναι το μικρό; ρώτησε τον γέρο που περπατούσε πλάγι του. — Όχι, αποκρίθηκε ο γέρος. — Όχι; Ούτε παιδί σου δεν είναι βέβαια! — Όχι, δεν έχει γονείς το άμοιρο. Μα είναι αρχοντόπουλο. Ο χωρικός το κοίταξε και είπε με συμπάθεια: — Το καημένο! Τι όμορφο που είναι! — Ναι, είπε ο γέρος, και η μάνα του και ο πατέρας του ήταν όμορφοι. 1. Κατ επάνω : τίτλος που δίνουνταν προπάντων στους στρατηγούς μερικών Θεμάτων κοντά στα σύνορα. Ο Κατεπάνω είχε μεγαλύτε- ρη εξουσία από τους άλλους στρατηγούς Θεμάτων, επειδή είχε και μεγαλύτερη ευθύνη.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=